An Open Letter to Beatrice Ask

Jonas Hassen Khemiri

Artwork by Ellen Blom

Αγαπητή Μπεατρίς Ασκ,

Υπάρχουν πολλά πράγματα που μας κάνουν διαφορετικούς. Εσύ γεννήθηκες στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, εγώ στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Εσύ είσαι γυναίκα, εγώ είμαι άντρας. Εσύ είσαι πολιτικός, εγώ είμαι συγγραφέας. Όμως έχουμε μερικά κοινά. Και οι δύο φοιτήσαμε στο τμήμα διεθνών οικονομικών σπουδών (χωρίς να πάρουμε το πτυχίο). Έχουμε σχεδόν το ίδιο κούρεμα και χτένισμα (παρότι το χρώμα των μαλλιών μας είναι διαφορετικό).

Και είμαστε και οι δύο πολίτες που απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα σε αυτή τη χώρα, γεννημένοι εντός των συνόρων της, με κοινή γλώσσα, σημαία, ιστορία, υποδομές. Έχουμε και οι δύο τα ίδια δικαιώματα απέναντι στον Νόμο.

Έτσι λοιπόν ξαφνιάστηκα όταν την περασμένη Πέμπτη σε ρώτησαν στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα P1 Morgon αν, ως υπουργό Δικαιοσύνης, σε ανησυχεί που ο κόσμος (φορολογούμενοι πολίτες και ψηφοφόροι) υποστηρίζει ότι τον σταματάει η αστυνομία και ζητάει να δει ταυτότητα απλά και μόνο λόγω της (σκουρόχρωμης, με σκούρα, και όχι ξανθά, μαλλιά) εμφάνισής του. Και απάντησες:

«Η εμπειρία του καθένα σχετικά με το 'γιατί με σταματάνε για εξακρίβωση στοιχείων' μπορεί, φυσικά, να είναι κάτι πολύ προσωπικό. Υπάρχουν κάποιοι που έχουν καταδικαστεί στο παρελθόν και θεωρούν ότι συνεχώς τους σταματάνε, παρότι δεν φαίνεται στην όψη κάποιου ότι έχει διαπράξει έγκλημα [...] Προκειμένου να κρίνει κάποιος αν η αστυνομία δρα σύμφωνα με τους νόμους και τους κανόνες, πρέπει να κοιτάξει την ευρύτερη εικόνα».

Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξεων: «καταδικαστεί στο παρελθόν». Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει. Για όλους εμάς που είμαστε ένοχοι μέχρι να αποδείξουμε το αντίθετο. Πότε μια προσωπική εμπειρία μετατρέπεται σε ρατσιστική δομή; Πότε γίνεται προκατάληψη, καταπίεση, βία; Και πώς το να κοιτάμε την «ευρύτερη εικόνα» ακυρώνει τόσες πολλές προσωπικές εμπειρίες πολιτών;

Σου γράφω με ένα απλό αίτημα, Μπεατρίς Ασκ. Θέλω να ανταλλάξουμε το δέρμα και τις εμπειρίες μας. Έλα. Ας το κάνουμε. Ποτέ δεν ήσουν αντίθετη με ελαφρά παλαβές ιδέες (ακόμα θυμάμαι την αμφιλεγόμενη πρότασή σου να στέλνονται ειδοποιήσεις μέσα σε μοβ φακέλους σε όσους αγοράζουν σεξ). Για εικοσιτέσσερις ώρες θα δανειστούμε ο ένας το σώμα του άλλου. Πρώτα θα μπω στο σώμα σου για να δω πώς είναι να είσαι γυναίκα στον ανδροκρατούμενο κόσμο της πολιτικής. Μετά, μπορείς να δανειστείς το δικό μου δέρμα για να δεις ότι όταν βγεις στον δρόμο, κατέβεις στο μετρό, μπεις στο εμπορικό κέντρο, και δεις έναν αστυνομικό να στέκεται εκεί, με τον Νόμο με το μέρος του, με το δικαίωμα να σε πλησιάσει και να σου ζητήσει να αποδείξεις την αθωότητά σου σού έρχονται στο μυαλό μνήμες. Άλλη κακομεταχείριση, άλλες στολές, άλλα βλέμματα. Και όχι, δε χρειάζεται να πάμε πίσω στη Γερμανία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ούτε στη Νότια Αφρική τη δεκαετία του ογδόντα. Είναι αρκετή η πρόσφατη σουηδική μας ιστορία, μια σειρά από ασύνδετες εμπειρίες που το κοινό μας σώμα θυμάται ξαφνικά.

Έξι χρονών, προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο Αρλάντα στην κοινή μας πατρίδα. Περπατάμε προς το τελωνείο με τον μπαμπά που έχει ιδρωμένες παλάμες, που καθαρίζει το λαιμό του, που φτιάχνει τα μαλλιά του και γυαλίζει τα παπούτσια του σκουπίζοντάς τα στα γόνατά του. Ελέγχει δύο φορές ότι το σουηδικό του διαβατήριο είναι στη σωστή εσωτερική τσέπη. Όλοι οι άνθρωποι ροζ χρώματος πέρασαν. Αλλά τον μπαμπά μας τον σταματάνε. Και σκεφτόμαστε. Μπορεί να είναι τυχαίο. Δέκα χρονών και βλέπουμε το ίδιο σκηνικό να επαναλαμβάνεται. Μπορεί να ήταν η προφορά του. Δώδεκα χρονών και ξανά η ίδια σκηνή. Μπορεί να ήταν η τρύπια τσάντα του με το χαλασμένο φερμουάρ. Δεκατέσσερα, δεκαέξι, δεκαοχτώ.

Εφτά χρονών πάμε σχολείο και μας συστήνει στην κοινωνία ένας μπαμπάς που ήδη, από τότε, ήταν τρομοκρατημένος ότι τα παιδιά του θα κληρονομούσαν την 'ξενότητά' του. Λέει «όταν είσαι εξωτερικά όπως εμείς, πρέπει πάντα να είσαι χίλιες φορές καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο αν δεν θες να σε αρνηθούν».

«Γιατί;»

«Γιατί όλοι είναι ρατσιστές».

«Εσύ είσαι ρατσιστής;»

«'Ολοι εκτός από μένα».

Γιατί έτσι ακριβώς λειτουργεί ο ρατσισμός. Ποτέ δεν αποτελεί μέρος της δικής μας ενοχής, της δικής μας ιστορίας, του δικού μας DNA. Πάντα είναι κάπου αλλού, ποτέ εδώ, μέσα μου, μέσα μας.

Οχτώ χρονών βλέπουμε ταινίες δράσης όπου σκουρόχρωμοι άντρες βιάζουν, βρίζουν με βαθιές, τραχιές φωνές, χτυπάνε τις γυναίκες τους, απαγάγουν τα παιδιά τους, χειραγωγούν και λένε ψέματα και κλέβουν και κακοποιούν. Δεκάξι, δεκαεννιά, είκοσι, τριανταδύο και βλέπoυμε τους ίδιους μονοδιάστατους χαρακτήρες να χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά.

Εννιά χρονών αποφασίζουμε να γίνουμε το πιο επιμελές φυτό της τάξης, το μεγαλύτερο γλυφτρόνι του κόσμου. Όλα πάνε βάση σχεδίου, και μόνο όταν έρχεται αναπληρωτής υπάρχει πάλι κάποιος που υποθέτει αυτόματα ότι εμείς είμαστε ο ταραχοποιός της τάξης.

Δέκα χρονών σε κυνηγάνε για πρώτη, αλλά όχι και τελευταία, φορά σκίνχεντ. Βλέπουν το κοινό μας σώμα δίπλα στο παγκάκι με τους αλκοολικούς κοντά στη Hogalidskyrkan, ουρλιάζουν, τρέχουμε, κρυβόμαστε σε μια είσοδο πολυκατοικίας, έχουμε τη γεύση του αίματος στο στόμα μας, η κοινή μας καρδιά χτυπάει σαν του λαγού σε όλη τη διαδρομή πίσω στο σπίτι.

Έντεκα χρονών διαβάζουμε καρτούν όπου οι ανατολίτες είναι μυστηριωδώς εξωτικοί, με όμορφα καστανά μάτια, αισθησιακοί (αλλά και απατηλοί).

Δώδεκα χρονών μπαίνουμε στο δισκοπωλείο Mega Skivakademien για να ακούσουμε CD και κάθε φορά που πάμε εκεί οι φύλακες κάνουν κύκλους γύρω μας σαν καρχαρίες, μιλάνε στον ασύρματο, μας ακολουθούν σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων. Και προσπαθούμε να φερθούμε φυσιολογικά, παλεύουμε να κάνουμε τη γλώσσα του σώματος μας να μη φαίνεται καθόλου εγκληματική. Περπάτα φυσικά, Μπεατρίς. Ανάπνευσε κανονικά. Περπάτα μέχρι εκείνο το ράφι με τα CD και πιάσε τον δίσκο του Tupac με τέτοιο τρόπο που να δείχνει ότι δεν σκοπεύεις να τον κλέψεις. Αλλά οι φύλακες εξακολουθούν να παραφυλάνε, και κάπου, πολύ βαθιά, μέσα στο κοινό μας κορμί, μάλλον υπάρχει μια ντροπιαστική ευχαρίστηση που δοκιμάζουμε αυτό που παγίδεψε τους μπαμπάδες μας, που εξηγείται γιατί οι μπαμπάδες μας ποτέ δεν πέτυχαν εδώ, γιατί τα όνειρά τους πέθαναν μέσα σε μια θάλασσα αιτήσεων που επιστράφηκαν.

Δεκατριών χρονών αρχίζουμε να πηγαίνουμε στο κέντρο νεότητας και ακούμε ιστορίες. Ο μεγαλύτερος αδερφός ενός φίλου που αντιμίλησε στην αστυνομία του Norrmalm και τον πέταξαν στην κλούβα της αστυνομίας και μετά τον παράτησαν στη Nacka με ματωμένη μύτη. Ο ξάδερφος ενός φίλου που τον άρπαξαν και τον χτύπησαν οι φύλακες σ' εκείνο το μικρό δωματιάκι στην πλατφόρμα του μετρό στο Slussen (βάζοντας τηλεφωνικούς καταλόγους στους γλουτούς του ώστε να μην κάνουν μελανιές). Ο φίλος του μπαμπά, ο Ν, που τον μάζεψαν οι αστυνομικοί της περιπολίας και τον κλείδωσαν στην κλούβα με τους μεθυσμένους επειδή τραύλιζε, και η αστυνομία δεν πρόσεξε ότι κάτι έτρεχε μέχρι την επόμενη μέρα και στην εντατική του βρήκαν ανεύρυσμα και στην κηδεία του, η κοπέλα του είπε: «Αν απλά με είχαν καλέσει θα τους έλεγα ότι δεν έπινε αλκόολ».

Δεκατριών και μισό ζούμε σε μια πόλη που την πολιορκεί κάποιος με ένα περίστροφο με σκόπευτρο με λέιζερ που σκοτώνει έντεκα άντρες με μαύρα μαλλιά μέσα σε εφτά μήνες χωρίς η αστυνομία να παρέμβει. Και το κοινό μας μυαλό αρχίζει να σκέφτεται ότι πάντα οι μουσουλμάνοι είναι στη χειρότερη μοίρα και πάντα αυτοί με τα αραβικά ονόματα έχουν τη λιγότερη δύναμη (και το μυαλό μας καταπιέζει εντελώς όλες τις φορές που άλλες δομές είχαν την εξουσία –όπως όταν στο σχολείο είχαν αλυσοδέσει εκείνο το παιδί το οποίο όλοι φώναζαν «ο Εβραίος» πάνω σε έναν φράχτη με μια κλειδαριά στη ζώνη του τζιν του, και όλοι απλά γελούσαν όταν προσπαθούσε να ελευθερωθεί, ακόμα και αυτός γελούσε, προσπαθούσε να γελάσει, εμείς γελάσαμε;).

Δεκατεσσάρων χρονών επιστρέφουμε από τα Macdonalds στην οδό Hornsgatan και μας ζητάνε δύο αστυνομικοί να δουν την ταυτότητά μας. Δεκαπέντε χρονών έξω από ένα κατάστημα Expert σταματάει ένα περιπολικό, βγαίνουν δύο αστυνομικοί, ζητάνε να δούνε ταυτότητα και ρωτάνε τι παίζει απόψε. Μετά, ξαναμπαίνουν στο περιπολικό.

Και όλη την ώρα μια εσωτερική μάχη. Μια φωνή λέει: Δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μας προδικάζουν. Δεν μπορούν να σχηματίζουν κλοιό γύρω από την πόλη με τις στολές τους. Απαγορεύεται να μας κάνουν να αισθανόμαστε ανασφαλείς στις ίδιες μας τις γειτονιές.

Όμως η άλλη φωνή λέει: Κι αν είναι δικό μας λάθος; Μάλλον μιλούσαμε πολύ δυνατά. Φορούσαμε φούτερ με κουκούλες και αθλητικά. Τα τζιν μας ήταν πολύ φαρδιά και είχαν ύποπτο αριθμό από τσέπες. Κάναμε το λάθος να έχουμε φριχτό χρώμα μαλλιών. Θα 'πρεπε να 'χουμε βάλει λιγότερη μελανίνη στο δέρμα μας. Έτυχε να 'χουμε επίθετα που θυμίζουν σ' αυτή τη μικρή χώρα ότι αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου κόσμου. Ήμασταν νέοι. Σίγουρα όλα θα ήταν εντελώς διαφορετικά όταν μεγαλώναμε.

Και το κοινό μας σώμα μεγάλωνε, Μπεατρίς Ασκ. Σταματήσαμε να συχνάζουμε στο κέντρο νεότητας, αντικαταστήσαμε τα φούτερ με κουκούλα με ένα μαύρο παλτό, το τζόκει με ένα κασκόλ. Σταματήσαμε να παίζουμε μπάσκετ και αρχίσαμε τις σπουδές μας στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο Handelshogskolan στη Στοκχόλμη. Μια μέρα στεκόμασταν έξω από τον κεντρικό σταθμό της Στοκχόλμης, σημειώνοντας κάτι σε ένα τετράδιο (γιατί παρότι σπουδάζαμε οικονομικά είχαμε ένα κρυφό όνειρο να γίνουμε συγγραφέας).

Ξαφνικά, κάποιος μας πλησιάζει από τα δεξιά, ένας γεροδεμένος άντρας με ακουστικό. «Πώς πάει;» Ζητάει ταυτότητα και μετά σηκώνει ψηλά τα χέρια μας με μια αστυνομική λαβή και μας μεταφέρει προς το περιπολικό, όπου απ' ό,τι φαίνεται πρέπει να περιμένουμε μέχρι αυτός να επιβεβαιώσει ότι είμαστε αυτός που λέμε ότι είμαστε. Απ' ό,τι φαίνεται ταιριάζαμε σε κάποια περιγραφή. Απ' ό,τι φαίνεται μοιάζαμε με κάποιον άλλο. Περιμένουμε μέσα στο περιπολικό για είκοσι λεπτά. Μόνοι. Αλλά όχι στ' αλήθεια μόνοι. Γιατί εκατοντάδες άνθρωποι περνάνε από κει. Και μας κοιτάνε με ένα βλέμμα που λέει «να. Άλλος ένας. Ακόμα ένας που επιβεβαιώνει  απόλυτα τα στερεότυπά μας».

Και εύχομαι να ήσουν εκεί μαζί μου στο περιπολικό, Μπεατρίς Ασκ. Αλλά δεν ήσουν. Καθόμουν εκεί μόνος μου. Και κοίταζα τα μάτια όλων όσων περνούσαν  προσπαθώντας να τους δείξω ότι δεν ήμουν ένοχος, ότι απλά στεκόμουν σε ένα μέρος και φαινόμουν κάπως. Αλλά είναι δύσκολο να υποστηρίξεις την αθωότητά σου αν κάθεσαι στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού.

Και είναι αδύνατο να είσαι μέρος μιας κοινότητας όταν η Εξουσία συνεχώς θεωρεί ότι είσαι ο Άλλος.

Μετά από είκοσι λεπτά μας απελευθέρωσανουν την , χωρίς καμιά συγγνώμη, καμιά εξήγηση. Αντ' αυτού: «Μπορείς να πηγαίνεις». Και το σώμα μας γεμάτο αδρεναλίνη έφυγε, και το μυαλό μας σκέφτηκε «πρέπει να γράψω γι' αυτό». Αλλά τα δάχτυλά μας ήξεραν ότι αυτό δεν θα συμβεί. Γιατί οι εμπειρίες μας, Μπεατρίς Ασκ, δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με αυτά που παθαίνουν άλλοι. Το σώμα μας μεγάλωσε σε αυτή την πλευρά του τελωνείου, η μαμά μας είναι από τη Σουηδία, η πραγματικότητά μας είναι σαν ένα  άνετο δωμάτιο γεμάτο μαξιλάρια σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε αυτούς που πραγματικά δεν έχουν δύναμη, δεν έχουν διεξόδους, δεν έχουν χαρτιά. Δεν μας απειλούν με απέλαση. Δεν κινδυνεύουμε να πάμε φυλακή αν επιστρέψουμε. Και γνωρίζοντας ότι οι άλλοι είναι σε χειρότερη κατάσταση, επιλέξαμε τη σιωπή αντί για τις λέξεις, και τα χρόνια πέρασαν και πολύ αργότερα ήρθε το REVA «το σχέδιο έννομης και αποτελεσματικής εφαρμογής». Η αστυνομία άρχισε να ερευνά μέσα σε εμπορικά κέντρα και να στέκεται έξω από κλινικές που βοηθούσαν όσους δεν είχαν χαρτιά, και οικογένειες με παιδιά που γεννήθηκαν στη Σουηδία απελάθηκαν σε χώρες όπου τα παιδιά δεν είχαν πάει ποτέ, και Σουηδοί πολίτες αναγκάστηκαν να δείχνουν τα διαβατήριά τους για να αποδείξουν ότι είναι όντως Σουηδοί πολίτες και μια κάποια υπουργός Δικαιοσύνης εξήγησε ότι αυτό δεν είχε καμιά σχέση με φυλετική κατηγοριοποίηση αλλά με «προσωπικές εμπειρίες». Οι διαδικασίες της εξουσίας. Οι πρακτικές της βίας. Όλοι απλά κάνουν τη δουλειά τους. Οι φύλακες, η αστυνομία, οι υπάλληλοι του τελωνείου, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι.

Και εδώ με διακόπτεις και λες «μα γιατί είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβεις; Όλοι πρέπει να ακολουθούν τον Νόμο». Και εγώ απαντάω: «Και τι γίνεται αν ο Νόμος είναι παράνομος;»

Και λες «όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων και απλά δεν έχουμε άπειρους πόρους». Και εμείς απαντάμε «πώς γίνεται να υπάρχουν πάντα χρήματα όταν πρέπει να κυνηγήσετε όσους έχουν περιορισμένους πόρους, αλλά ποτέ δεν υπάρχουν χρήματα όταν πρέπει να τους υποστηρίξετε;»

Και λες «μα πώς γίνεται να συνδυάσουμε ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας και ταυτόχρονα να τους καλωσορίζουμε όλους;» Και σέρνουμε τα πόδια μας και καθαρίζουμε τη φωνή μας γιατί, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, δεν έχουμε απάντηση σ' αυτό. Όμως ξέρουμε ότι ένα άτομο δεν είναι ποτέ παράνομο και κάτι πρέπει να γίνει όταν οι στολές σπέρνουν ανασφάλεια και ο Νόμος στρέφεται εναντίον των πολιτών του και τώρα δεν αντέχεις άλλο, Μπεατρίς Ασκ, προσπαθείς να φύγεις από το σώμα μας, ακριβΗΔΙΑ"ώς όπως οι αναγνώστες θεωρείς ότι παρατράβηξε, ότι υπάρχει πολλή επανάληψη, ότι δεν οδηγεί πουθενά, και έχεις δίκιο, δεν υπάρχει κανένα τέλος, δεν υπάρχει λύση, καμιά έξοδος κινδύνου, όλα επαναλαμβάνονται γιατί οι δομές δεν θα εξαλειφθούν απλά και μόνο επειδή θα καταψηφίσουμε το REVA. Το REVA είναι απλά η λογική συνέχεια της συνεχούς, ήπιας καταπίεσης, το REVA ζει στην ανικανότητά μας να να επαναδιατυπώσουμε την προκαθορισμένη μας εθνική εικόνα, και απόψε, στην ουρά κάποιου κλαμπ όσοι δεν είναι λευκοί θα χωρίζονται επίτηδες ώστε να μην τους σταματήσει ο πορτιέρης, και αύριο, στη σειρά για τα στεγαστικά αυτοί με τα ξενικά ονόματα θα χρησιμοποιούν τα επίθετα των συντρόφων τους για να μην απορριφθούν, και μόλις τώρα, σε μια αίτηση για δουλειά ένας μέσος Σουηδός μόλις έγραψε «ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ» με κεφαλαία γράμματα απλά και μόνο επειδή ξέρει τι θα γίνει αλλιώς. Όλοι ξέρουν τι θα γίνει αλλιώς. Αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα. Αντ' αυτού επικεντρωνόμαστε στον εντοπισμό των ανθρώπων που μετακόμισαν εδώ αναζητώντας τη ασφάλεια την οποία είμαστε πολύ περήφανοι που μπορούμε να προσφέρουμε (σε κάποιους από) στους πολίτες μας. Και γράφω «εμείς» επειδή είμαστε μέρος αυτού του συνόλου, αυτού του κοινωνικού σώματος, αυτού του εμείς.

Μπορείς να πηγαίνεις.