από τον Νυχτερινός επισκέπτης

Tasos Leivaditis

ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ

«Ποιός είναι;», «ησύχασε, κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν μεσα στ’ απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες τη λάμψη του φθινοπώρου, «που πάμε;» ρώτησα, «σ’ έπαιξα», είπε, «κι έχασα»,

τ’ αγάλματα μου γνέφαν, μα ήταν κάτι το ανεξήγητο, πού το ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα, «είσαστε καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,

η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο, γέμισα ξανά τα ποτήρια, «πιες, κάθαρμα» είπα, παλέψαμε με λύσσα πάνω στο χαλί, κι όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρινή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρά της,

τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο — Θεέ μου, πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,

κι όπως άνοιξα την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο κρασί το μακρινό μας ταξίδι, «αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άραγε;» είπε, «ναι», του λέω, «γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην άκρη».
 

 

Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ

Την άλλη νύχτα ξανάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπίσματα στο πρόσωπο του Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά μαζί του, «επιτέλους, ποιός είσαι;» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού» είπε, κ’ οι τοίχοι ράγισαν απ’ το θανάσιμο αμάρτημα,

εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλίδα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αγέρας φυσούσε στο διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δούλες βογκούσαν στο υπόγειο,

κάποιο έγκλημα γινόταν χρόνια στο σπίτι, κι όταν το αίμα έτρεξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων,

και τις νύχτες ταξίδευα με τον παλιό καναπέ, ήταν βέβαια κ’ οι ανταύγειες του κεριού που ανοίγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοηθούσαν οι ταπεινώσεις,

κι όταν έφεξε η αυγή, ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.

 


ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

«Μή φεύγεις» του λέω, μα εκείνος είχε κιόλας ξεκινήσει με τους άλλους καταδίκους, μου άφησε μόνο το χέρι του, που συχνά με κράτησε στην άκρη της γέφυρας, ένα άρρωστο άλογο σάπιζε στην άκρη του δρόμου, και τις νύχτες άκουγα τους ανεμοδείχτες που το βοηθούσαν ν’ αλλάξει πλευρό,

θυμήθηκα το πρώτο βράδυ που θάψαμε τον πατέρα — πώς τον μισούσα γι’ αυτόν τον βρόμικο ρόλο του υπηρέτη που έπαιξε, ανοίγοντας την πόρτα μας στο μεγάλο σκοτάδι,

ερημιά, και μόνο οι ραγισμένοι τοίχοι άφηναν να φαίνονται τα φοβερά, βουβά πρόσωπα, που περνάμε κάποτε πλάι τους.

Εκεί έζησα τόσο μονάχος, που άκουσα τις άλλες φωνές, κι όταν νύχτωνε, οι νεκροί μου κλέβαν την κουβέρτα και πλάγιαζαν έξω απ’ την πόρτα, ώσπου ξημέρωνε και σταυρωνόταν πάνω μου το λάλημα του πετεινού.


 

ΜΑΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Τα βράδια τον ακολουθούσα σε βρόμικες συνοικίες, κατεβαίναμε τα σκαλιά, μια γυναίκα μουρμούριζε κάποιο τροπάριο, και στα χέρια της κρατούσε το θησαυρό, που πηγαίνει από φτωχό σε φτωχό καθώς βραδιάζει.

Γυρίζαμε ύστερα από χρόνια, μια ξεθωριασμένη ταμπέλα στη γωνιά, που μόλις την αγγίξαμε χίμηξε να μας πνίξει ο χαμένος δρόμος, «τώρα», μου λέει, «θα πάμε μακριά», «μα δε βλέπεις», του λέω, «μας ξέχασαν», «γιαυτό» μου λέει,

και τα φανάρια μας κοίταζαν με τα μεγάλα άδεια μάτια τους, σαν αυτούς που δεν έχουν που να πάνε και στέκονται μπροστά στον Θεό,

θυμήθηκα το μικρό κοριτσάκι που έκλαιγε καθώς το έγδυνα, κι όταν την άλλη μέρα κρεμάστηκε, ήρθε ξανά τη νύχτα στο κρεβάτι μου, «απόψε μεγάλωσα», μου λέει, «γιατί δε με θέλεις;»

έκλεισα σιγά την πόρτα, δεν είχα πια σπίτι, μονάχα ένα πατημένο καπέλο στη μέση του δρόμου, «πάω καλά από δω;» του λέω, «να το κάνεις τί;» μου λέει,

και το βράδυ οι νεκροθάφτες γύριζαν σκυμμένοι, σαν να μάντευαν πως δεν ήσουν εσύ ο νεκρός, μα έθαψαν εκείνον τον δυστυχισμένο που σ’ ακολουθούσε, ένα βήμα έξω απ’ το μυστήριο.

 


ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

«Όχι, δεν τον είδαμε» είπε η γυναίκα του θυρωρού, κ’ η σελήνη βγήκε κάτωχρη πάνω στο λόφο, ήξερα πως κρυβόταν, μα εγώ θα τον αναγνώριζα απ’ το μεγάλο του σάβανο που άγγιζε τις άκρες της πόλης κι από το κούφωμα του βιολιού που είχε κυλήσει η ψυχή του τη νύχτα που τον ποδοπατούσαν,

και ξαφνικά τον είδα μέσα στην κάμαρα, ανέβαινε αργά-αργά στο ικρίωμα, ενώ το φανάρι του νυχτοφύλακα του λόγχιζε το πλευρό, τον είδα, σας λέω, ήρεμο και γαλήνιο σαν τους νεκρούς που απέρριψαν πλέον την οδύνη να σπαταλάνε τον Θεό,

«ανοίχτε», φώναξα, «κάποιον σκοτώνουν εκεί μέσα», η γριά άνοιξε κι εκείνος γονατισμένος έγλειφε τα παπούτσια τους, μέσα στα επουράνια, «μείναμε οι δυο μας μόνοι» είπε, ένας ψίθυρος ήρθε τότε από μακριά, μια παράφορη νοσταλγία να ξαναδώ τον πατέρα, μα είχαν περάσει τα χρόνια, κ’ η αθωότητα τρίκλιζε τώρα σαν ένας άγγελος που απ’ τα φτερά του υποφέρει,

«μη με μαρτυρήσεις» είπε, κι όπως άνοιξε το σακάκι του είδα τον δαίμονα που του ’χε φάει όλο το σώμα, και το κεφάλι του στηριζόταν τώρα πάνω στο χέρι του αναχωρητή

που προσευχόταν στην έρημο.




Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή — με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα»,

ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.