Η Βουτιά
Pedro Novoa
Βουτάς. Βυθίζεσαι ακούγοντας τη γιαγιά Χιρόμι: «Βρες τα φύκια που χρησιμοποιούσαμε παλιά». Οι λέξεις επιπλέουν γύρω από τη χειροποίητη παραδοσιακή μάσκα σου, είναι ψάρια που διαλύουν κλωστές από φως. Δεν είχε καμία σημασία η πρότασή σου να συνεχίσετε να βασίζεστε στη σύγχρονη ιατρική. Οι παστίλιες ιωδίου, αυτά τα χάπια που ο αδερφός σου ο Γιοτσάν έπαιρνε για να καταπολεμήσει την αναιμία, δεν βοήθησαν πολύ, στην τελική απλώς έβαψαν ένα απαλό ροζ τα μάγουλά του για λίγες εβδομάδες.
Έτσι έφτασε η ώρα της εκπαίδευσής σου: η εξοικείωση με το νερό, οι σταδιακές βουτιές και, φυσικά, οι ιατρικές εξετάσεις για να δεις πώς αντιδρούσε το κορμί σου. Έπρεπε να σιγουρευτείς, η μαμά Μισούκι είχε πεθάνει ακριβώς επειδή είχε υποτιμήσει την επιστήμη, επειδή είχε πιστέψει περισσότερο στον μύθο απ' ό,τι στην πραγματικότητα. Για τη γιαγιά η κόρη της δεν είχε πεθάνει, είχε απαντήσει στο κάλεσμα της θάλασσας. Κανείς δεν της έφερε αντίρρηση. Όπως ήταν το έθιμο κανείς δεν έκλαψε στην αγρυπνία. Μόνο ο μπαμπάς Χίντεο βρήκε καταφύγιο στο μπάνιο για να πάει αντίθετα στην παράδοση και να ξεσπάσει σε θρήνο.
Ο μπαμπάς έκανε πάντα το δικό του. Αν η δύναμη της βαρύτητας μας κρατούσε στο έδαφος, αυτός αιωρούνταν. Αν ο κόσμος γύριζε προς τα αριστερά, αυτός επιτάχυνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Γνωρίζοντας πολύ καλά τι τον περίμενε, άφησε τον γιατρό του Γιοτσάν να τον πείσει και μετακομίσαμε στην Τσοσίκα με την ελπίδα ότι το ξηρό κλίμα θα βελτίωνε την υγεία του αδερφού σου.
Όταν το άκουσε η γιαγιά τον αποκλήρωσε κι ετοίμασε τις βαλίτσες της. «Επιστρέφω στην πατρίδα μου», είπε πηγαίνοντας τα ογδόντα της χρόνια στο αεροδρόμιο, και έφυγε για την Ιαπωνία. Η περήφανη γραία ζούσε μόνη της χωρίς ηλεκτρισμό, κάρτες ή σουπερμάρκετ, τρώγοντας μόνο ψάρι, θαλασσινά και φύκια που έβγαζε η ίδια από τη θάλασσα. «Είχα δικό μου ολόκληρο τον Ειρηνικό Ωκεανό» θα εξηγούσε ένα χρόνο μετά.
Όταν είδαμε ότι το τσοσικανό κλίμα αντί να βελτιώσει την υγεία του Γιοτσάν, την χειροτέρευε, επιστρέψαμε στο Καγιάο. Ήσουν εσύ που έπεισε τη γιαγιά να επιστρέψει. Ήταν επίσης η εποχή της προδοσίας, της δικής σου προδοσίας: ταξίδεψες στο Κούσκο επειδή βρήκες μια καλή δουλειά, όμως είπες στη γιαγιά ότι ζούσες στη Λίμα, μόνο μια ώρα μακριά απ' το σπίτι. Γι' αυτό, κάθε φορά που υπήρχαν οικογενειακές συγκεντρώσεις εφεύρισκες τις πιο απίστευτες δικαιολογίες. Και, καθότι ήσουν η αγαπημένη της -παρότι ποτέ δεν το παραδέχτηκε-, κατέληγε να πιστεύει οποιαδήποτε ανοησία της έλεγες. Όμως, όταν ένα τηλεφώνημα σου ανακοίνωσε ότι η αρρώστια του Γιοτσάν είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο και ότι οι γιατροί τα θεωρούσαν όλα χαμένα, πήρες την πρώτη πτήση για Λίμα. Και να 'σαι τώρα, να βουτάς για να βρεις τα φύκια που χρησιμοποιούσε η γιαγιά κάθε φορά που η ιατρική επιστήμη εγκατέλειπε κάθε ελπίδα για τον αδερφό σου.
Όταν ο Γιοτσάν ήταν οχτώ χρονών είχε βουτήξει η γιαγιά, στα δεκάξι η μαμά Μιζούκι και τώρα, στα εικοσιτέσσερα, ήταν η δική σου σειρά, η σειρά της επόμενης γενιάς. Είχε προσφερθεί η γυναίκα του αδερφού σου στη θέση σου, αλλά έλειπε από τις φλέβες της η ιστορία. Οι γυναίκες της δικής μας οικογένειας βουτούσαν στη θάλασσα εδώ και χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας στρείδια και μαργαριτάρια. Καταρρακωμένη, πληκτρολογούσε το νούμερό σου με την ίδια απελπισία με την οποία τώρα ασφάλιζε το δεμένο σκοινί στη ζώνη σου. Μέσα στη βάρκα η κουνιάδα σου ίδρωνε, υπέφερε: το βυθισμένο σώμα σου ήταν κατά κάποιον τρόπο το δικό της σώμα.
Κι εσύ, με το πρόσωπο προς τα κάτω, βυθιζόσουν σε ένα σύμπαν από μαύρο γάλα με τον αναπνευστήρα σου να γίνεται κόρνο μέσα στο στόμα σου. Το αχνό φως του φαναριού διέγραφε την πορεία της κατάβασής σου, αποδεικνύοντας ότι η νύχτα κάτω από την επιφάνεια ήταν περισσότερο νύχτα. Και, χωρίς βατραχοπέδιλα, χωρίς στολή δύτη, με τα στήθη σου εκτεθειμένα και φορώντας μόνο ένα μικρό σορτς, κατευθυνόσουν, αιώνια, μέχρι μία συστάδα από φύκια αναζητώντας τα καφε-κίτρινα διάσημα φύκια φούκους. Αυτά τα φυτά που οι πρόγονοί σου, οι Άμα, οι αρχαίες δύτριες κυνηγοί μαργαριταριών, έτρωγαν ωμά για να κρατήσουν μακριά τους δαίμονες της αδυναμίας. Το πρόβλημα ήταν ότι προτιμούσαν να φυτρώνουν πάντα στο βάθος αφιλόξενων γκρεμών. Τώρα, τριάντα μέτρα κάτω, ένιωθες τις κοφτερές βραχώδεις εκτάσεις.
Με ιδιαίτερη προσοχή μπήκες ανάμεσα από θάμνους πλαγκτού και αποικίες οστράκων. Και στο τέλος ένιωσες τις πρησμένες κύστες των φυκιών φούκους να αγγίζουν τα χέρια σου και τα πόδια σου και να χαϊδεύουν τα στήθη σου. Έκοψες όσα μπορούσες για να γεμίσεις το δίχτυ σου κι έτοιμη: η μισή μάχη είχε κερδηθεί.
Ήσουν ενάμισι λεπτό χωρίς αναπνοή: μια ολόκληρη αιωνιότητα μέσα στα νερά. Ένιωθες, ανά στιγμές, ότι η γλώσσα σου μεγάλωνε, γινόταν ερπετό κι εξαφανιζόταν προς τα μέσα: έτσι είχε πεθάνει η μαμά όταν δεν υπολόγισε τον κόπο του δρόμου της επιστροφής. Έτσι θα μπορούσες να πεθάνεις κι εσύ. Κουνιόσουν όσο το δυνατόν λιγότερο για να μην γεμίσεις το σώμα σου με διοξείδιο του άνθρακα. Κόλλησες τα χέρια σου στους μηρούς σου και κλώτσαγες μόνο όσο ήταν απαραίτητο για να ανέβεις στην επιφάνεια. Δυστυχώς ένας κόμπος μπλεγμένος στα πόδια σου σού άλλαξε τα σχέδια. Απ' ό,τι φαίνεται είχες μπλεχτεί στο ίδιο σου το σκοινί.
«Μην φοβάσαι τη θάλασσα. Να φοβάσαι το να μην παλεύεις για αυτό που αγαπάς κατά βάθος», ήταν τα λόγια της γιαγιάς, αυτά τα ψάρια που καταβρόχθιζαν τα απομεινάρια φωτός μπροστά απ' τη μάσκα σου. Από πάνω η κουνιάδα σου, εξαντλημένη, έκανε απελπισμένες προσπάθειες να τραβήξει το σκοινί, ανακαλύπτοντας με τρόμο ότι ήταν χαλαρό, και λίγο αργότερα κομμένο.
Αφού ένιωσες αόρατες γροθιές στο διάφραγμα, και μια ζαλάδα που σε κοίμιζε και σε έπαιρνε από τον κόσμο, καταφέρνεις να λύσεις τον κόμπο, να απελευθερωθείς από τη βαριά σαν μολύβι ζώνη και να ανέβεις, σχεδόν ενστικτωδώς. Η επιστροφή σου προχωρούσε αργά αλλά σταθερά, λιγότερο από πέντε μέτρα πριν φτάσεις στην επιφάνεια βλέπεις την καρίνα της βάρκας να εμφανίζεται σιγά σιγά και να παίρνει σχήμα. Βλέπεις κομμάτια της ζωής σου να επιπλέουν σαν ανόμοιες κηλίδες από λάδι. Ανάμεσα τους αναγνωρίζεις τα χλωμά μάγουλα που ο Γιοτσάν πήρε από τον μπαμπά, το χαμόγελο της μαμάς όταν έβγαλε το πρώτο της μαργαριτάρι, και την αυστηρή φωνή της γιαγιάς να διορθώνει τα πάντα. Εκείνη τη στιγμή τα μπράτσα σου μουδιάζουν, η γλώσσα σου είναι ένα γιγάντιο ερπετό που σου φράζει τον ουρανίσκο. Το φως έχει μετατραπεί σε άλλο φως: πιο άσπρο και δυνατό. Αρχίζεις να ονειρεύεσαι. Και στα όνειρά σου βγάζεις πτερύγια στα πόδια, και το οξυγόνο είναι μια απλή δεισιδαιμονία.
Έτσι έφτασε η ώρα της εκπαίδευσής σου: η εξοικείωση με το νερό, οι σταδιακές βουτιές και, φυσικά, οι ιατρικές εξετάσεις για να δεις πώς αντιδρούσε το κορμί σου. Έπρεπε να σιγουρευτείς, η μαμά Μισούκι είχε πεθάνει ακριβώς επειδή είχε υποτιμήσει την επιστήμη, επειδή είχε πιστέψει περισσότερο στον μύθο απ' ό,τι στην πραγματικότητα. Για τη γιαγιά η κόρη της δεν είχε πεθάνει, είχε απαντήσει στο κάλεσμα της θάλασσας. Κανείς δεν της έφερε αντίρρηση. Όπως ήταν το έθιμο κανείς δεν έκλαψε στην αγρυπνία. Μόνο ο μπαμπάς Χίντεο βρήκε καταφύγιο στο μπάνιο για να πάει αντίθετα στην παράδοση και να ξεσπάσει σε θρήνο.
Ο μπαμπάς έκανε πάντα το δικό του. Αν η δύναμη της βαρύτητας μας κρατούσε στο έδαφος, αυτός αιωρούνταν. Αν ο κόσμος γύριζε προς τα αριστερά, αυτός επιτάχυνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Γνωρίζοντας πολύ καλά τι τον περίμενε, άφησε τον γιατρό του Γιοτσάν να τον πείσει και μετακομίσαμε στην Τσοσίκα με την ελπίδα ότι το ξηρό κλίμα θα βελτίωνε την υγεία του αδερφού σου.
Όταν το άκουσε η γιαγιά τον αποκλήρωσε κι ετοίμασε τις βαλίτσες της. «Επιστρέφω στην πατρίδα μου», είπε πηγαίνοντας τα ογδόντα της χρόνια στο αεροδρόμιο, και έφυγε για την Ιαπωνία. Η περήφανη γραία ζούσε μόνη της χωρίς ηλεκτρισμό, κάρτες ή σουπερμάρκετ, τρώγοντας μόνο ψάρι, θαλασσινά και φύκια που έβγαζε η ίδια από τη θάλασσα. «Είχα δικό μου ολόκληρο τον Ειρηνικό Ωκεανό» θα εξηγούσε ένα χρόνο μετά.
Όταν είδαμε ότι το τσοσικανό κλίμα αντί να βελτιώσει την υγεία του Γιοτσάν, την χειροτέρευε, επιστρέψαμε στο Καγιάο. Ήσουν εσύ που έπεισε τη γιαγιά να επιστρέψει. Ήταν επίσης η εποχή της προδοσίας, της δικής σου προδοσίας: ταξίδεψες στο Κούσκο επειδή βρήκες μια καλή δουλειά, όμως είπες στη γιαγιά ότι ζούσες στη Λίμα, μόνο μια ώρα μακριά απ' το σπίτι. Γι' αυτό, κάθε φορά που υπήρχαν οικογενειακές συγκεντρώσεις εφεύρισκες τις πιο απίστευτες δικαιολογίες. Και, καθότι ήσουν η αγαπημένη της -παρότι ποτέ δεν το παραδέχτηκε-, κατέληγε να πιστεύει οποιαδήποτε ανοησία της έλεγες. Όμως, όταν ένα τηλεφώνημα σου ανακοίνωσε ότι η αρρώστια του Γιοτσάν είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο και ότι οι γιατροί τα θεωρούσαν όλα χαμένα, πήρες την πρώτη πτήση για Λίμα. Και να 'σαι τώρα, να βουτάς για να βρεις τα φύκια που χρησιμοποιούσε η γιαγιά κάθε φορά που η ιατρική επιστήμη εγκατέλειπε κάθε ελπίδα για τον αδερφό σου.
Όταν ο Γιοτσάν ήταν οχτώ χρονών είχε βουτήξει η γιαγιά, στα δεκάξι η μαμά Μιζούκι και τώρα, στα εικοσιτέσσερα, ήταν η δική σου σειρά, η σειρά της επόμενης γενιάς. Είχε προσφερθεί η γυναίκα του αδερφού σου στη θέση σου, αλλά έλειπε από τις φλέβες της η ιστορία. Οι γυναίκες της δικής μας οικογένειας βουτούσαν στη θάλασσα εδώ και χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας στρείδια και μαργαριτάρια. Καταρρακωμένη, πληκτρολογούσε το νούμερό σου με την ίδια απελπισία με την οποία τώρα ασφάλιζε το δεμένο σκοινί στη ζώνη σου. Μέσα στη βάρκα η κουνιάδα σου ίδρωνε, υπέφερε: το βυθισμένο σώμα σου ήταν κατά κάποιον τρόπο το δικό της σώμα.
Κι εσύ, με το πρόσωπο προς τα κάτω, βυθιζόσουν σε ένα σύμπαν από μαύρο γάλα με τον αναπνευστήρα σου να γίνεται κόρνο μέσα στο στόμα σου. Το αχνό φως του φαναριού διέγραφε την πορεία της κατάβασής σου, αποδεικνύοντας ότι η νύχτα κάτω από την επιφάνεια ήταν περισσότερο νύχτα. Και, χωρίς βατραχοπέδιλα, χωρίς στολή δύτη, με τα στήθη σου εκτεθειμένα και φορώντας μόνο ένα μικρό σορτς, κατευθυνόσουν, αιώνια, μέχρι μία συστάδα από φύκια αναζητώντας τα καφε-κίτρινα διάσημα φύκια φούκους. Αυτά τα φυτά που οι πρόγονοί σου, οι Άμα, οι αρχαίες δύτριες κυνηγοί μαργαριταριών, έτρωγαν ωμά για να κρατήσουν μακριά τους δαίμονες της αδυναμίας. Το πρόβλημα ήταν ότι προτιμούσαν να φυτρώνουν πάντα στο βάθος αφιλόξενων γκρεμών. Τώρα, τριάντα μέτρα κάτω, ένιωθες τις κοφτερές βραχώδεις εκτάσεις.
Με ιδιαίτερη προσοχή μπήκες ανάμεσα από θάμνους πλαγκτού και αποικίες οστράκων. Και στο τέλος ένιωσες τις πρησμένες κύστες των φυκιών φούκους να αγγίζουν τα χέρια σου και τα πόδια σου και να χαϊδεύουν τα στήθη σου. Έκοψες όσα μπορούσες για να γεμίσεις το δίχτυ σου κι έτοιμη: η μισή μάχη είχε κερδηθεί.
Ήσουν ενάμισι λεπτό χωρίς αναπνοή: μια ολόκληρη αιωνιότητα μέσα στα νερά. Ένιωθες, ανά στιγμές, ότι η γλώσσα σου μεγάλωνε, γινόταν ερπετό κι εξαφανιζόταν προς τα μέσα: έτσι είχε πεθάνει η μαμά όταν δεν υπολόγισε τον κόπο του δρόμου της επιστροφής. Έτσι θα μπορούσες να πεθάνεις κι εσύ. Κουνιόσουν όσο το δυνατόν λιγότερο για να μην γεμίσεις το σώμα σου με διοξείδιο του άνθρακα. Κόλλησες τα χέρια σου στους μηρούς σου και κλώτσαγες μόνο όσο ήταν απαραίτητο για να ανέβεις στην επιφάνεια. Δυστυχώς ένας κόμπος μπλεγμένος στα πόδια σου σού άλλαξε τα σχέδια. Απ' ό,τι φαίνεται είχες μπλεχτεί στο ίδιο σου το σκοινί.
«Μην φοβάσαι τη θάλασσα. Να φοβάσαι το να μην παλεύεις για αυτό που αγαπάς κατά βάθος», ήταν τα λόγια της γιαγιάς, αυτά τα ψάρια που καταβρόχθιζαν τα απομεινάρια φωτός μπροστά απ' τη μάσκα σου. Από πάνω η κουνιάδα σου, εξαντλημένη, έκανε απελπισμένες προσπάθειες να τραβήξει το σκοινί, ανακαλύπτοντας με τρόμο ότι ήταν χαλαρό, και λίγο αργότερα κομμένο.
Αφού ένιωσες αόρατες γροθιές στο διάφραγμα, και μια ζαλάδα που σε κοίμιζε και σε έπαιρνε από τον κόσμο, καταφέρνεις να λύσεις τον κόμπο, να απελευθερωθείς από τη βαριά σαν μολύβι ζώνη και να ανέβεις, σχεδόν ενστικτωδώς. Η επιστροφή σου προχωρούσε αργά αλλά σταθερά, λιγότερο από πέντε μέτρα πριν φτάσεις στην επιφάνεια βλέπεις την καρίνα της βάρκας να εμφανίζεται σιγά σιγά και να παίρνει σχήμα. Βλέπεις κομμάτια της ζωής σου να επιπλέουν σαν ανόμοιες κηλίδες από λάδι. Ανάμεσα τους αναγνωρίζεις τα χλωμά μάγουλα που ο Γιοτσάν πήρε από τον μπαμπά, το χαμόγελο της μαμάς όταν έβγαλε το πρώτο της μαργαριτάρι, και την αυστηρή φωνή της γιαγιάς να διορθώνει τα πάντα. Εκείνη τη στιγμή τα μπράτσα σου μουδιάζουν, η γλώσσα σου είναι ένα γιγάντιο ερπετό που σου φράζει τον ουρανίσκο. Το φως έχει μετατραπεί σε άλλο φως: πιο άσπρο και δυνατό. Αρχίζεις να ονειρεύεσαι. Και στα όνειρά σου βγάζεις πτερύγια στα πόδια, και το οξυγόνο είναι μια απλή δεισιδαιμονία.