Ὄχι, ὄχι καὶ πάλι ὄχι. Τὸ λέω τρεῖς φορές, γιατὶ μόνο τὸ τρίτο ὄχι μιᾶς Ἑλληνίδας πρέπει νὰ γίνεται πιστευτό. Ἔχετε δεῖ τὴν ταινία Ἀμέρικα, Ἀμέρικα τοῦ Καζάν; Σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ταινίας ἀκούγεται ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔχουμε τὴν τάση νὰ ἀρνούμαστε πάντα δύο φορές· μόνο ἂν ἀρνηθοῦμε καὶ τρίτη φορὰ τὸ ἐννοοῦμε. Δὲν τὸ θυμάστε. Ἐντάξει, δὲν πειράζει.
Γιὰ μένα δὲν εἶναι περίεργο, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ σᾶς εἶναι. Ἕνα βιβλίο θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ ἀπ’ τὸ κεφάλι, ἀπ’ τὰ πλευρά, ἀπ’ τὸ συκώτι, ἀπ’ τὰ νεφρά, ἀπ’ τὸν πρωκτό, ἀπ’ τὴ μήτρα, ἀπὸ ἕνα αὐγό.
Μὰ εἶμαι συνεργάσιμη. Ποιός σᾶς ἔστειλε; Ἀλήθεια, γιατί δὲν γράφετε ἕνα ὡραῖο ἄρθρο γιὰ τὴν ψευδοκύηση; Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ συχνὴ διαταραχὴ τῶν νέων λογοτεχνῶν. Παλιὰ ἦταν ἡ δυστοκία, τώρα εἶναι ἡ ψευδοκύηση.
Τί θὰ πεῖ «Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ σπάσω τὴ σιωπή μου»; Δὲν μοῦ ἀρέσουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπινοοῦν γιὰ τὴ σιωπὴ καπάκια. Προτιμῶ τὰ μαθήματα τοῦ Χάρολντ Πίντερ καὶ τοῦ Τζὸν Κέητζ γιὰ τὴ σιωπή. Ὁ πρῶτος δὲν παρέλειπε νὰ μιλάει καὶ γιὰ τὸ ἄλλο εἶδος σιωπῆς, αὐτὸ τῆς λογόρροιας, ἀσθένεια ἀπ’ τὴν ὁποία πάσχουν οἱ περισσότεροι θεατρολόγοι, κι ὁ δεύτερος μὲ τὴ σύνθεσή του ἀπέδειξε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ βουλώσουμε οὔτε γιὰ 4΄33΄΄.
Ἐπιμένετε. Ὡραῖα. Ἂς γυρίσουμε πίσω κι ἂς διατρέξουμε τὴν ἀπόσταση μέχρι τὴν ἀβελτηρία. Ἀπὸ μικρὴ ἤξερα ὅτι θὰ εἶχα τὴν ἴδια μοίρα μὲ τὰ βιβλία· θὰ ἔμενα στὸ ράφι. Ὄχι ἐπειδὴ πίστευα πὼς ἤμουν ἄσχημη, ἀλλά, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ πατέρας μου, ἡ ὀμορφιὰ ἀνοίγει πόρτες ποὺ ἡ ἐξυπνάδα τὶς κλείνει. Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ἡ ἐξυπνάδα κλείνει μέσα της τὸ «nada». Ἀπὸ κοριτσάκι εἶχα ἀδυναμία στὶς λέξεις ποὺ ἔκλειναν μέσα τους τὸ «νάδα» (καμινάδα, λεμονάδα, κλοτσοπατινάδα). Ἀκόμα καὶ ἐνήλικη, παραμένω φανατικὴ ναδαΐστρια (φιλενάδα, μαινάδα, μονάδα), μιὰ πιστὴ ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὴ χεμινγουεϊνὴ προσευχή της: «nada ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς nada, nada τὸ ὄνομά σου, nada ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ nada σου, ὡς ἐν nada καὶ ἐπὶ τῆς nada».
Τὸ περίμενα ὅτι θὰ μὲ ρωτούσατε καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς μου. Ὑπῆρξαν καὶ οἱ δύο τραυλοί. Ὁ πατέρας μου τὴ λέξη «πατρότητα» τὴν πρόφερε «πατρωτότητα». Ἡ μητέρα μου μιλοῦσε συνέχεια γιὰ τὴ «μητρυιικὴ ἀγάπη». Δὲν θυμᾶμαι καὶ πολλά. Στὴν παιδική μου ἡλικία ἤμουν πολὺ ἀπασχολημένη μὲ τὸ νὰ παίζω κρυφτό. Ἔβρισκα τὶς καλύτερες κρυψῶνες, μὰ δὲν ὑπολόγιζα ὅτι μεγαλώνοντας θὰ ἐπιθυμοῦσα ὅσο τίποτα νὰ μὲ βροῦν.
Ὑποθέτω ὅτι κάποια συμπτώματα θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ἀνησυχήσουν. Ἡ ναυτία μου νόμιζα ὅτι ἦταν ἕνα εἶδος νοσταλγίας γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους μου λογοτεχνικοὺς ἥρωες, τὸν Ἀντουὰν Ροκαντέν. Ζοῦσα ὅμως μιὰ φυσιολογικὴ ζωή, τὴ ζωὴ τῆς ἀναγνώστριας μιᾶς δανειστικῆς βιβλιοθήκης, ποὺ ἱκανοποιοῦσε, μὲ ἀνανεούμενο κάθε φορὰ πάθος, τὶς ὀρέξεις της. Δὲν θεωρῶ πὼς ἡ ἀδυναμία μου στὰ κοινόχρηστα ἢ χρησιμοποιημένα βιβλία κρύβει κάτι τὸ ἀνήθικο. Κάθε φορὰ ποὺ ἔσκυβα καὶ μύριζα τὶς σελίδες τους, ἦταν σὰν νὰ ἔχωνα τὴ μύτη μου στὴ γύρη ἑνὸς κρίνου. Πόσες εἶναι ὡστόσο οἱ πιθανότητες σύλληψης ἂν πάσχεις ἀπὸ ἀλλεργικὴ ρινίτιδα;
Τί νὰ σᾶς πῶ; Μπορεῖ ὅλα νὰ ὀφείλονται στὰ σπαστὰ λατινικά μου. Στὴν τάξη ἀντὶ γιὰ liber, liberi, ἔκλινα τὸ liber, libri, καὶ ὁ καθηγητής μου τὸ ἀπέδιδε στὴν ἀφηρημάδα μου.
Ἂν εἶχα γίνει εὐσυγκίνητη . . . Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι χρησιμοποιοῦσα πάρα πολλὰ θαυμαστικά. Ὁ Ἰωάννου, νομίζω, εἶχε πεῖ ὅτι τὰ σημεῖα στίξης εἶναι ἡ στύση τοῦ γραπτοῦ λόγου, καὶ ἐμένα, δὲν ξέρω, μᾶλλον τὰ γραπτά μου ἦταν συνεχῶς ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Viagra.
Δὲν μπορεῖτε νὰ μιλήσετε μὲ τοὺς γονεῖς μου. Ὁ πατέρας μου δὲν ζεῖ. Μᾶς εἶχε ἐγκαταλείψει πρὶν ἀπὸ χρόνια, καὶ ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὴ μητέρα μου, ἦταν θερμοκέφαλος, ἔχασε τὴ ζωή του μόλις ἔνιωσε στὸν λαιμό του τὸ κρύο ἀτσάλι ἑνὸς ἐρωτηματικοῦ.
Τί θέλετε νὰ μάθετε γιὰ τὴ μητέρα μου; Τῆς εἶναι ἀδιάφορη ἴσως μιὰ τέτοια ἐξέλιξη. Ἡ μητέρα μου, κύριε, ἤθελε νὰ μὲ μάθει νὰ παίρνω ἀποφάσεις. Λογικὲς ἀποφάσεις. Αὐτὸ προϋπέθετε ὄχι μόνο ὅτι θὰ περνοῦσα ὅλη μου τὴ ζωὴ στὸ νησὶ τῆς κατάφασης ἢ στὸ νησὶ τῆς ἄρνησης, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν θὰ ἐπισκεπτόμουν ποτὲ τὴν Υἱτρίδα τοῦ Γκομπρόβιτς. Μὲ τὸν καιρὸ ἀνακάλυψα πὼς ἡ ἐμμονή μου μὲ τὸ «nada» ὀφειλόταν στὴν ἀνία ποὺ μοῦ προκαλοῦσε ἡ συναναστροφὴ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἤξεραν νὰ κάνουν μόνο ἐρωτήσεις ὁλικῆς ἄγνοιας. Ἀποφάσισα νὰ γίνω μητέρα, μὴ terra –νά τα πάλι τὰ σπαστὰ λατινικά–, ἀποφάσισα νὰ κολυμπήσω, μόνο καὶ μόνο γιὰ ν’ ἀκούσω μία ρητορικὴ ἐρώτηση.
Δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὴ σχέση μου μὲ τὸν βιβλιοθηκάριο. Δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶναι αὐτὸς ὁ πατέρας. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ σᾶς πῶ εἶναι ὅτι ὁ Πλοίαρχος Νέμο –ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, μιὰ καὶ θέλει νὰ κρατήσει τὴν ἀνωνυμία του– μ’ ἔμαθε νὰ ἐπιβιώνω σὰν τὸν Ἀρίωνα· καβάλα στὴ ράχη ἑνὸς βιβλίου.
Πότε προλάβατε νὰ τὸν συναντήσετε; Ὄχι, δὲν εἶναι ἐπιθετικός. Τί σᾶς εἶπε; «Σᾶς ἔχει μπορχεσμένους»; Χὰ χὰ χά! μὲ συγχωρεῖτε. Γιὰ νὰ σᾶς τὸ πεῖ, δὲν εἶναι τρελός, καθόλου τρελός, θά ’χε τοὺς λόγους του. Διάβαζε τὸ Βιβλίο τῶν φανταστικῶν ὄντων κι ἐσεῖς τὸν διακόψατε. Εἴδατε; Ὅλα ἐξηγοῦνται. Δὲν ἔχει ἄδικο. Μπορεῖ καὶ νὰ εἶμαι ἀπόγονη τοῦ Τζιλλυγκαλόν. Ἡ συνονόματή μου δὲν ἐκκολάφθηκε ἀπὸ ἕνα αὐγό; Πιάστε μου, σᾶς παρακαλῶ, τὸ βιβλίο. Στὸ πάνω πάνω ράφι. Βλέπετε; Τὸ πέμπτο ἀπὸ ἀριστερά. Εὐχαριστῶ.
Τζιλλυγκαλόν, Τζιλλυγκαλόν. Τζιλλυγκαλόν! Εὕρηκα! Ἀκοῦστε:
Γιατί χωρίσαμε; Διαφωνήσαμε ἔντονα γιὰ τὸ ἂν «Ἡ Ἄνθρωπος» τῆς Ζωῆς Καρέλλη ἦταν γενετικὴ ἢ γραμματικὴ ἀνωμαλία.
Τὸν υἱό μου τὸν ὀνόμασα Στέαρ. Ναί, τίτλος ὄχι καὶ τόσο πιασάρικος. Ἀπὸ ἕνα ποίημα τοῦ Ἐμπειρίκου:
Ἀπὸ κοριτσάκι μὲ ὄστρακο, κοριτσάκι μὲ σκιά, κοριτσάκι στὴν πλάζ, κοριτσάκι σὲ γέφυρα πλοίου, ἔγινα γυναίκα ποὺ γέννησε ἕνα βιβλίο. Εἶναι ἁπλό. διάλεξα ἄλλον Ἰούλιο ἀπ’ αὐτὸν τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας καὶ διέβην τὸν Ρουβίκωνα. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια τὸ τραχηλικὸ στόμιο ἔφτασε τὰ βιβλιακὰ ἑκατοστά. Ὁ κύβος ἐρρίφθη. Στὸ τέλος ἔμαθα νὰ δολοφονῶ μὲ ἀπανωτὲς μολυβιές – «Et tu, matre?».
Μὰ γιατί; Ἐγὼ τὸ βρίσκω πολὺ ὡραῖο ὄνομα. Κλείνει μέσα του τὸ «ἔαρ», ὅπως καὶ οἱ λέξεις «φρέαρ», «δέλεαρ». Μ’ ἕνα τέτοιο ὄνομα μπορεῖς νὰ ζήσεις δαχτυλοδεικτούμενος σὰν ἐπιβάτης τοῦ «μεγάλου Ἀνατολικοῦ». Δυστυχῶς, δὲν γίνεται νὰ δεῖτε τὸν γιό μου. Τὸν «γέννησα», λέξη ἰσοδύναμη μὲ τὴ φράση «μοῦ τὸν ἔφερε ὁ πελαργός», «Μοῦ τὸν ἔφεραν τὰ ζάρια», μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸν βράσει κάποιος ξυλοκόπος. Τὸν κλώσησα γιὰ νὰ γίνει ὁ δίδυμος μαῦρος κρόκος μιᾶς ἐρώτησης: «Ἡ συγγραφέας ἔκανε τὸ βιβλίο ἢ τὸ βιβλίο τὴ συγγραφέα;».
Στὸ ἐρώτημά σας γιατὶ θέλησα νὰ γίνω συγγραφέας, ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ἀπαντήσω μὲ ἐρώτηση: «Ἔχετε ποτὲ ἀκούσει νὰ ἀμφισβητοῦν τὴ μητρότητα ἑνὸς βιβλίου;».