from GJAK: Tales in Blood

Dimosthenis Papamarkos

Illustration by GLOO / Yejin Lee

[ . . . ] Πήγαινα που λιες στο καφενείο τις Κυριακές και καθόμασταν και μη σου πω ψέματα κουβέντες πολλιές δεν κάναμε. ‘Γω μίλαγα δηλαδής κι αυτός μόνο που ‘ταν εκεί και έπινε και κάπνιζε. Τι τον ρώταγα αν είχε κάνει οικογένεια, τι τα ‘κανε τα λιεφτά που μάζευε, άμα είχε δει κι άλλα μέρη στην Αμερική. Τίποτες. Μου ‘χε κάνει μεγάλη εντύπωση, γιατί ειδικά στην αρχή που ‘μουνα φρέσκος όλο για το χωριό μίλαγα, πως μου λύπει το ‘να, πως μου λείπει τ’ άλλο. Αυτός μια φορά δεν είπε, ετσ’ σαν άνθρωπος, α ρε, κι εγώ πολύ θα το ‘κανα κέφι να ‘χα αυτό απ’ την πατρίδα. Και σ’ Εγγλιέζο δηλαδής να τα ‘λιεγα κάποια στιγμή θα ‘λεε κάτ’, ωραίο το χωριό σ’ ετσ’ όπως τ’ ακούω, κι εγώ θα ‘θελα να ‘βλιεπα τη θάλασσα στη Βληχάδα που λιες ότι είναι τόσο ωραία. Ο Αργύρης σαν τον μουγκό. Κι όχι ότι έδινε κανά άλλο σημάδι να καταλάβω δηλαδής ότι κάτι του έκαναν όλα αυτά. Όχι, τίποτες. Σαν το ψάρι κοίταε, που δεν ξέρεις αν θυμώνει, αν φοβάται, αν πεινάει όπως τ’ άλλα τα ζωντανά. Ε, λοιπόν, στο λιέω, απ’ όλα σε αυτόν τον άθρωπο αυτό ήταν το πιο τρομαχτικό. Στ’ αλήθεια δηλαδής μ’ έκανε να φοβάμαι, να ριγάει η ραχοκοκκαλιά μ’ πως το λιένε. Αυτό που τόσα χρόνια στην ξενιτειά την βαθειά την πατρίδα τ’ μια φορά δεν την ζήλιεψε. Μια φορά ν’ αναστενάξ’ που άκουσε να του λιένε για ‘κει που γεννήθκε, που άκουσε ένα τραγούδ’ που ‘χε χορέψ’ στη χαρά τ’. Τίποτες. Πιο μαύρο πράμα απ’ αυτό, δεν έχω ματαπαντήσει. Να μη φοβάσαι ούτε έτσ’ δα λίγο την εξορία.

Τι τα θέλω και στα λιέω. Ας είναι. Θα ‘χαν περάσει εκεί κανά δυο μήνες μετά από ‘κείνο το περιστατικό όταν μου ‘πε τ’ αφεντικό μ’, πως δεν μ’ είχε άλλο χρεία. Ερχότανε λιέει ένας ανιψιός τ’ απ’ την Ελλάδα και θα ‘παιρνε αυτόνα στο μαγαζί, οπότε ν’ αρχίναγα να κοιτάω για δουλειά αλλού. Από εγγλιέζικα κάτι είχα μάθ’ έτσ’ τσάτρα-πάτρα, γιατί στο εστιατόριο δούλευα λάντζα και στην καθαριότητα, και δεν μου ‘χανε χρειαστεί. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι δεν είχα προλάβει ούτε μισή τέχνη να μάθω. Ντάξει, δεν ήταν και για απελπισία το πράμα, δουλειές υπήρχανε, αλλά ετσ’ δειλός που ήμανε στην αρχή δεν είχα ξανοιχτεί με κόσμο. Είχα κάτι γνωριμίες, αλλά ήταν όλοι τους σαν κι εμένα κι επιπλιέον άμα δεν ήξερες εγγλιέζικα όλο στα ίδια έπεφτες. Είπα εδώ ήρθα να κάνω καλύτερη προκοπή, όχι πάλι στο μεροδούλι-μεροφάι. Αλλά κατ’ δεν το ‘βαλα. Άσε λιέω θα ψάξω. Μια Κυριακή που λιες τα ‘λεγα όλα τούτα στον Αργύρη, περσσότερο για να τα πω, γιατί όπως και τις άλλες φορές ούτε ήξερα αν με άκουγε έτσ’ που δεν αποκρινόταν σχεδόν ποτές τ’. Του λιέω του λιέω, λοιπόν, και πως μου ‘ρχεται και τον ρωτάω αν στη δικιά τ’ τη δουλειά ζητάγανε κανάν άνθρωπο. Ούτε που ‘ξερα που δούλιευε, τον είχα ρωτήξει δηλαδής μια φορά, αλλά δεν είχα λάβει απάντησ’ κι έτσι δεν το ξανασυζητήσαμε. Που λιες, ναι, δεν ξέρω πως μου ‘ρθε, γιατί σου λιέω δεν είχα καν ιδέα, αλλά τον ρώτηξα και να σου πω την αλήθεια περίμενα να μου πει κανά «όλο ρωτάς», να ρουφήξει μετά μια το κονιάκ, όπως το ‘χε συνήθειο, και να κόψ’ την κουβέντα ‘κεί. «Δεν μπορείς εσύ να την κάνεις τη δικιά μ’ τη δουλειά. Ξέρεις τι δουλειά κάνω;», λιέει έξαφνα. Τόσο να πούμε που τα ‘χασα γιατί δεν το περίμενα. Σου λιέω νόμζα ότι δεν έδινε σημασία ντιπ. Με ξαναρωτάει, «ξέρεις»; «Όχι», του λιέω ‘γω, «σάμπως μου ‘χεις πει ποτές»; «Νοκέρης είμαι στο Γιούνιον». Τον κοιτάω ‘γω σα χαζός. «Έχεις σφάξει ποτές γουρούνι;», μου λιέει. «Τσουκ», του κάνω ‘γω, «αλλά έχω ‘δει. Και το λοιπόν»; «Άμα θυμάσαι προτού να σφάξεις το γουρούνι πρέπει να το χτυπήσεις στο κεφάλι. Με τη βαρειά, με την τσάπα, δεν έχει σημασία. Πάντως πρέπει να το ζαλίσεις προτού του κόψεις το λιαιμό με το μαχαίρι, γιατί ειδάλλως δεν το κάνεις ζάφτι, μπορεί να σε σκοτώσει κιόλας. Αυτή τη δουλειά κάνω ‘δω, αλλά με μοσχάρια. Οι Αμερκάνοι δεν τα ‘κάνουν όπως ‘μεις που τα καρφώνουμε με το σουβλί σ’ αυτήν την τρύπα ανάμεσο στο κεφάλι και το ραχοκόκκαλο για να παραλυθούν. Τα κάνουν όπως τα γουρούνια. Με τη βαρειά κατευτείαν στο κούτελο, στο δόξαπατρί». Σταμάτησε δυο δεύτερα γιατί μ’ είδε που τον κοίταγα σαν χαζός. «Καταλαβαίνεις;», μου λιέει. Ξανά εγώ τσουκ. «Αυτή τη δουλειά την κάνω ‘γω. Είναι κάποιοι που προγκάνε τα μοσχάρια απ’ αυτά τα σα μαντριά που τα ‘χουνε και τα φυλάνε έξω απ’ τα σφαγεία και τα οδηγάνε και τα φέρνουν και μπαίνουν ένα-ένα ανάμεσο σε φράχτες που ίσα τα χωράνε. Ετσ’ να μην μπορούνε να κουνηθούνε ντιπ, να τρέξουνε δηλαδής να φύγουνε. Κολλάνε τα μεριά τους στους τοίχους πως να στο ειπού. Ε, εκεί απάν’ στον τοίχο του φράχτ’ έχει ένα σαν πλατύσκαλο και στέκουμαι ‘γω και παραφυλάω και μόλις βρω ευκαιρία, ετσ’ δα μια στιγμή όσο να πάψει λίγο το μοσκάρι να κουνάει το κεφάλι τ’, του κοπανάω μια με τη βαρειά ανάμεσο στα μάτια και το ξαπλώνω. Αυτό θα πει ο νοκέρης». Δεν το ‘χα ματακούσει αυτό, ψέματα να μη σου πω. Δουλειά ολόκριη δηλαδής από μόνο τ’ αυτό το πράμα. Του το ‘πα. «Έτσ’ είν’ εδώ», μου είπε, «εργοστάσιο. Ο καθείς ένα πόστο». «Και δηλαδής», του λιέω, «εσύ κάνεις μονάχα αυτό»; «Μόνο αυτό. Άλλος είναι που ανοίγει μετά την πόρτα την πλαϊνή και πέφτ’ το μοσκάρι σε μια λωρίδα που κυλάει και το πάει πίσω και ‘κει άλλος πάλι του δένει το πίσω πόδι και το σηκώνει ψηλά το μηχάνημα και το πάει παραπέρα που στέκεται αυτός που θα του κόψει το λιαιμό να στραγγίξει απ’ το αίμα και πάει λιέγοντας». Έμεινα και τον κοίταγα. «Και καλά πόσα μοσκάρια δηλαδής σκοτώνεις τη μέρα και σε πλερώνουνε μιστό κανονικό γι’ αυτή τη δουλειά». «Δύο-τρία στο λιεπτό. Ανάλογα». «Είσαι ‘συ μονάχος σ’ δηλαδής που κάνεις αυτή τη δουλειά για όλο το εργοστάσιο». Πάντα σοβαρός, χωρίς να χαράζει το χείλι τ’ ντιπ μου λιέει, «είμαστε καμιά εικοσαριά». Δεν το χώραε το μυαλό μ’. «Τι σκέφτεσαι;», μου λιέει. « Άσκημη δουλειά», του λιέω, «σαν να λέμε δηλαδής εσύ σε μια βάρδια σκοτώνεις χίλια ζωντανά». Και τι μου απαντάει; Δεν θα το ξεχάσω όσο να ζω τόσο που μ’ ανατρίχιασε. «Το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά. Αλλά είναι όμορφο μοναχά όταν είναι χρήσιμο. Πρέπει να το κάνεις χωρίς άχτι, χωρίς μίσος. Ο φονιάς δεν είναι ανάγκη να ‘ναι και μπρούτος. Γι’ αυτό σου είπα δεν κάνεις για τη δικιά μ’ τη δουλειά. Δε θέλει μόνο μπράτσα. Θέλει να καταλαβαίνεις κι αυτό που σου ‘πα». Μ’ έκανε και κατάπια τη γλώσσα μ’. Είχε δίκιο, μα πιο πολύ δε σκεφτόμουνα αυτό. Σκεφτόμουνα τι άνθρωπος ήταν τούτος που σηκωνόταν το πρωί, έπινε τον καφέ του, φόραε τα ρούχα του κι ύστερα πάγαινε σ’ ένα μέρος και του ‘βάζαν στα χέρια μια βαρειά κι αρχινούσε και κοπάναγε και σκότωνε ωσότου να σουρουπώσει. Κι ύστερα πάλιε όταν γύρναε στο σπίτι τ’ να κάτσει να φάει, να διαβάσει εφημερίδα, να κάνει το οτιδήποτες, να μην τον πειράζει η βρώμα απ’ το αίμα και τα σκατά στο κορμί τ’, να μπορεί να κάθεται μέσα στην ησυχία την ίδια μέρα που ‘χε ακούσει χιλιάδες μουγκρητά, χιλιάδες φωνές από ζωντανά που σκότωνε.«Πόσον καιρό την κάνεις αυτήνα την δουλειά;», μόνο αυτό μου ‘ρθε να ρωτήξω. «Απ’ όταν ήρθα. Σκάρτα τριάντα χρόνια», μου λιέει. Έκανα να ξαναμιλήσω, αλλά δε μου ‘βγαινε η φωνή. Καταλαβαίνεις. Τριάντα χρόνια. Τριάντα χρόνια δεν ήταν η δικιά μ’ η ζωή ολάκερη. Με κατάλαβε και μου ‘πε μόνο αυτό, «εγώ ήμαν σόιλντ (soiled) απ’ τα πριν, αλλά ‘γω το διάλεξα με το τι. ‘Συ προτού να μπλιέξεις με το οτιδήποτες να το σκεφτείς με τον εαυτό σ’ με το τι θες να βρωμιστείς. Γιατί καθαρός δε είν’ κανένας, μοναχά ο άπραγος». Ίσως αυτή να ήταν και η πιο σπουδαία συμβουλή που μου ‘δωκε άθρωπος, γιατί τότες ήταν που τ’ αποφάσισα μέσα μ’ ότι δε θα ‘μενα. Η Αμερική, τα ξένα ήταν αυτό που με βρώμιζε ‘μένα, αλλά άθελά μ’. Κι είχε δίκιο ο Αργύρης. Γι’ αυτό όλο βαρυγκόμαγα κι ας ήταν μοναχά αυτός που το ‘βλιεπε ‘κεινόν τον καιρό.

Δουλειά βρήκα στο τέλος. Εκεί απ’ το καφενείο μου συστήσαν έναν, Έλληνα πάλιε, που είχε ένα μπακάλικο και θ’ άνοιγε και δεύτερο κι ήθελε άνθρωπο να του κρατάει το παλιό το μαγαζί. Τα λιεφτά ήταν πιο καλύτερα, γιατί ήταν πόστο μ’ ευτύνες όσο να πεις, αλλά αρχίνησα να βάζω καμπόσα στην άκρη. Μάζευα κομπόδεμα να φύγω βλιέπεις. Έκοψα τα σούρτα-φέρτα, όχι ότι έκανα και πολλά, να σε καμιά γυναίκα να πάω, μέχρις εκεί, και το μόνο που τις Κυριακές πήγαινα στο καφενείο με τον Αργύρη. Εκεί συνέχεια μέχρις που μια μέρα του λιέω, βαρέθκα όλο ‘δω στα ίδια και στα ίδια. Πάμε πουθενά να φάμε κανά κοψίδι, κερνάω ‘γω. Στην αρχή μου ‘πε όχι, γιατί δεν ήταν άθρωπος που έβγαινε από τη σειρά του, αλλά επέμεινα τόσο που στο τέλος μου λιέει άιντε πάμε. Ήτανε μια ταβέρνα που την ήξερα, γιατί έπαιρνα διάφορα χρειαζούμενα απ’ το μαγαζί το δικό μας και πήγαμε ‘κει. Καθίσαμε κι αρχίνησα να του λιέω ότι είχα σκέδιο να γυρίσω και τέτοια κι αφού τον είδα που πάλιε δεν έλιεγε τίποτες, γυρνάω και του λιέω, «όλο στη μούγκα είσαι ρ’ Αργύρη. Πε μια φορά κι εσύ τίποτες». «Σαν τι;», μου λιέει. «Ξέρω ‘γω;», του ‘πα, «Να φερ’ ειπείν πως και τ’ αποφάσες κι έκανες κι ήρθες ‘δω»; «Θα σου ειπού», μου λιέει, «όχι, γιατί με ρωτάς, αλλά γιατί θα μ’ ακούσεις. Απ’ την πρώτ’ μέρα που συναπαντηθήκαμε στο καφενείο σε κατάλαβα ότι δεν είσαι σαν τους αλλουνούδες. Συ κι ακούς κι υπομονή έχεις να νογάς. Όσο και να σε ζορίσει η αλήθεια, δεν τρεχάς μακριά. Και το ‘κτιμάω αυτό. Ακόμα κι εδώ που μ’ έφερες απόψε με την καλή σ’ τη διάθεσ’». Μου ‘πε λοιπόν πως απ’ τον πόλιεμο γύρισε το εικοσιδυό, αλλά ανάμεσο στους άλλους αυτός ξεχώριζε, γιατί δεν είχε πολιεμήσει μόνο στη Μικρασία και την Ρωσία, αλλά και στους πρώτους πολιέμους με τους Τούρκους και τους Βουλγάρους, κι έπειτα από ‘κει στον πρώτο μεγάλο πόλιεμο. Μαζώχνονταν ούτε λίγο ούτε πολύ δέκα χρόνια που ‘ταν στο κουρμπέτι. Δεκαοχτώ, μου λιέει έφυγα, εικοσιοχτώ γύρσα. Και στο γυρισμό χαρές, κακό άλλο πράμα, γιατί γύρισε και με βαθμό επ’ ανδραγαθία και παράσημα. Εύζωνας καμαρωτός. Όχι, στο χωριό, στην Ελλάδα όλη σαν και τούτον στα δάχτυλα του ενός χεριού τους μετράγανε. Ο Πλαστήρας ο ίδιος, σου λιέει, του ‘χε καρφώσει το μετάλλιο στο πέτο. Για τέτοιον πολιεμιστή μιλάμε, γύρναγε ο πατέρας τ’ κι έλιεγε στα καφενεία. Κείνη την εποχή ήταν που κανονίστκε κι ο αρρεβώνας με τη μάνα μ’. Μη στα πολυλογώ, απ’ την περηφάνεια την πολλή που τον είχε ο κύρης τ’ είπε θα κάνω ένα γλέντι τρικούβερτο που ήρθες και θα καλέσω όλη την οικογένεια να γλεντήξει με τα μας. Κι έσφαξε αρνί, φτιάξανε πίτες, λιες κι ήταν γάμος κι άμα ήρθε η ώρα του τραπεζιού και φάγανε και ήπιανε και τραγουδήσανε, γυρνάει ένας μπάρμπας τ’ και του λιέει, άι για πες μας, ρ’ Αργυράκο, και πως ήτανε ‘κει στον πόλιεμο που ήσουν; «Εγώ ήμανε άμαθος», μου λιέει ο Αργύρης, «Δέκα χρόνια πόλιεμο. Είχα ξεχάσει καλά-καλά πως μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισε και τους τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Ώρα πολλή τους έλιεγα, που είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με την ξιφολόγχη κι αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λιαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, πως ουρλιάζανε οι Βουλγάρες και πως οι Τουρκάλιες, πως κλωτσάει ο κρεμασμένος και πως ο σφαγμένος, πως ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα-ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του ‘φαγα τη μύτη γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά και το κορίτσ’ που ‘χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο στο κεφάλι. Όλα τους τα ‘πα, κι άμα άφησα τίποτες απ’ έξω ήταν που μπορεί να το λησμόνησα. Κι εκεί που όλοι τους πριν γελάγανε και πίνανε ήρθαν και τους μαραθήκανε όλα. Όχι, σα σε κηδεία. Πιο χερότερα. Σαν τη μάνα που βλιέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπρος στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους. Η μάνα μ’ αρχίνησε κι έκλαιε. Δίπλα μ’. Στην πιατέλα άπλωνα το χέρι να πιάσω το κρέας κι ακούμπαγε ο αγκώνας μ’ στον ώμο της, τόσο κοντά μ’ καθότανε. Πάγωσα κι εγώ. Θύμωσα πιο πολύ. Αυτοί με ρωτήξανε, δικό μ’ ήταν το φταίξιμο; Σκώνομαι απάν’ και λιέω θα βγου έξω να κάνω ένα τσιγάρο κι εκεί που είμαι στην τρακάδα και καπνίζω και κοιτάω να ξεφουσκώσω τη μάνητα που μ’ έπιανε απ’ το λιαιμό έρχετ’ ο πατέρα μ’ από κοντά κι ούδε να μ’ ακουμπήσει, μόνο στέκει στο ένα μέτρο και μου λιέει, Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’. Τότες σαν να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μέσα μ’ μπουνάτσα και γυρνάω και του λιέω, γι’ αυτό είναι το αίμα πατέρα. Για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω στην ησυχία μ’. Να σου πω ότι μετά που μπήκα πάλιε μέσα όλοι ψάχανε δικαιολογίες να φεύγουνε, δε χρειάζεται. Έξυπνος είσαι το καταλαβαίνεις. Και να την ξέρει ο άλλος την αλήθεια, όταν την βλιέπει, γυρνάει τα μάτια αλλού, έτσ’ και τούτοι». Τι ν΄αποκρινόμουνα; Τα ΄χα κι εγώ χάσει. Μου λιέει, «έπειτα από ‘κεινό το βράδυ, ακόμα και μες στο δικό μ’ το σπίτ’ ήμανε σαν λιεπρός. Πως να γινόταν δύναμη κάθε φορά π’ ακούμπαγα κάτι να το πλιένανε. Και το πιο χερότερο ήταν το πως με κοιτάγανε. Με φόβο. Το συλλογιέσαι ντιπ; Να σε βλιέπ’ και να σε φοβάται η μάνα σ’ κι ο πατέρας σ’; Πέρναε ο καιρός, δυο, τρεις, τέσσερις μήνες κι αναπαημό δεν είχα απ’ αυτή την ιστορία. Μάτια πάνω μ’ συνέχεια κι άμα γύρναγα να τα κοιτάξω πέφτανε στα χαμηλά, στο χώμα. Ανάσα δεν μπόραγα να πάρω. Ετσ’ έγινε και το αποφάσισα να φύγω. Για το που δεν ήξερα. Μακριά. Μοναχά αυτό σκεφτόμουνα. Κάπου μακριά. Τα ‘βαλα κατ’ και πιο μακριά απ’ την Αμερική δεν ήξερα, ώστε είπα, να ‘κει θα πάω. Το πολιέμησα, γιατί δεν ήταν εύκολο τότες να σε δεχτούνε, αλλά το πέτυχα. Κι όταν θα ‘φευγα, μάζεψα ό,τι δικό μ’ είχα στο σπίτ’, από βρακιά μέχρι φωτογραφίες. Έπεσ’ η μάνα μ’ στα γόνατα, λιέει τι ‘ν’ αυτά. Φεύγεις κι ούτε τίποτα δεν αφήνεις δικό σ’ να σε θυμόμαστε. Της λιέω τη φωτογραφία τη θες να την κοιτάς και να με κηδεύεις κάθε μέρα με τα δάκρυα, γιατ’ όσο μ’ είχες κοντά για τούτο παρακάλαες από μέσα σ’. Κείθε πέρα στην Τουρκιά χίλιες μάνες καταριούνται τ’ όνομά μ’, ε, ας είσ’ είναι κι εδώ ακόμα μία, έτσ’ της είπα κι έφκα. ‘Δω που ήρθα άθρωπος δε με γνώριζε κι έτσ’ λευτερώθκα λίγο. Αλλά το ‘ξερα ότι η βρωμιά θα μ’ ακολούθαγε. Δέκα χρόνια ήταν αυτά. Άντρας δεν έγινα με τη δουλειά, όπως οι άλλοι, αλλά με το σκοτωμό. Κι ήξερα καλά ότι θα ξαναρχόταν, γιατί και που τελείωσε ο πόλιεμος εγώ πάλι έψαχα τα αίματα. Κοίταγα γύρω τους ανθρώπους και το μόνο που έβλιεπα ήταν που θα κόψω, που θα σφίξω, που θα χτυπήσω για να τους σωριάσω. Έπρεπε να βάλω χαλινό στην ψυχή μ’ γιατί άμα συνέχιζα ετσ’ αργά ή γρήγορα θα κατέληγα στο απόσπασμα. Ετσ’ κάθσα και σκέφτκα και τότες κατάλαβα ότι η βρωμιά δεν είναι παντού βρωμιά. Να στο ειπού αλλιώς, άμα δεις έναν ζευγά με τις λάσπες μες στην εκκλησία, βρωμιάρη θα τον πεις. Άμα τον δεις όμως με τις λάσπες στο χωράφ’ θα τον πεις άξιο. Επειδή το λοιπόν αυτές οι λάσπες δεν καθαρίζουνε ποτές από τα παπούτσια κανενός, γιατ’ απ’ αυτές είναι φτιαγμένη η ψυχή τ’, πρέπει να κοιτάξεις να βρεις το σωστό χωράφ’. Είπα αφού τα αίματα έμαθες Ανάργυρε, στα αίματα θα πορεύεσαι. Εκεί το ‘χεις ταμένο. Κι ήρθα το λοιπόν μια μέρα στο Γιούνιον και λιέω δώμτε δουλειά. Κι αφού σ’ αυτή τη δουλειά ήμανε ο καλύτερος στέριωσα κι όλοι έρχονται και μου χτυπάνε την πλάτ’, Εγγλιέζοι, Έλληνες, Ρούσσοι, Γερμανοί, όλοι. Αλλά πάλι άμα ξέρανε τι είναι η δουλειά που κάνω, ότι σπάω κεφάλια, πάλιε με σιχασιά θα με κοιτάγανε, παρ’ όλο που την κάνω άξια. Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλιέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μη βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουνε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ‘σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι. Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στον πόλιεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ κι είν’ έτσ’ στ’ αυτιά πιο ωραίο. Άμα είσαι στα μετόπιστεν ξέρεις πως είν’ εκεί που πολεμάνε; Άμα είσαι μπακάλης, έμπορας, πουτάνα, οτιδήποτε, ξέρεις πως είν’ το σφαγείο; Δεν είναι μέρη αυτά που πας, κι άμα δεν πάει κανείς, δεν είναι μέρη, κι άμα δεν είναι μέρη δεν πειράζει κανέναν ποιος είν’ εκεί και τι κάνει. Για τούτο κι έμεινα σ’ αυτή τη δουλειά όλα τούτα τα χρόνια, γιατί τούτο το πράμα έψαχα να βρω όταν έφκα απ’ το χωριό. Κι άμα τους στέλνω κάθε τόσο τα τσέκια με τα λιεφτά είναι για να θυμούνται είναι για να παίρνω εκδίκηση για όσα μου κάνανε. Να μην ξεχάσουνε ποτέ ότι από όσους σκοτώσανε τούτα τα χέρια κάνουν ακόμα προκοπή». Μου ‘πε κι άλλα πολλά ‘κείνο το βράδυ. Ήταν λιες κι όλον τον περαζούμενο καιρό που ‘ταν μουγκός να παραφύλαε να δει, κι όταν μ’ είδε εμπιστοσύνης άνοιξε το κανάλι και γέμισ’ έναν κάμπο. Μου ΄πε για το σημάδ’ στο πρόσωπο, «μοσκάρι», λιέει, «μου το ‘κανε. Δε ζύγιασα το χτύπημα καλά κι έπεσα μέσα μαζί τ’ και μ’ έσκισε με το κέρατο. Αλλά το χάρκα. Γιατί ο πόνος δίνει αξία σ’ αυτό που κάνεις. Να πλιερώνεις για το κάθε τι που παίρνεις. Κι εδώ πλιερώνω για κάθε χτύπημα με τα κόκκαλά μ’ που πονάνε χειμώνα-καλοκαίρι. Έτσ’ τα βράδια κοιμάμαι ήσυχος ότι όλα είναι στην τάξη τους». Κάτσαμε μέχρι αργά και πρώτη φορά τον είδα να μεθάει, αυτός που έπινε τα κονιάκ πέντε-πέντε κι ύστερα στο δρόμο περπάταγε ίσα σαν το τραίνο στη ράγα. Κι όταν ήταν ήρθε η ώρα να φύγουμε πρώτη φορά μου ‘δωσε το χέρι και μ’ αγκάλιασε. «Καλή πατρίδα να βρεις», μου ‘πε και χαιρετηθήκαμε.