DNA
Giorgos Neophytou
Πρόσωπα:
ΓΥΝΑΙΚΑ (Γύρω στα 60)
ΓΙΟΣ (34 χρόνων)
ΑΙΜΙΛΙΑ
Σκηνικό:
Μια τουαλέτα υπνοδωματίου με καθρέφτη. Επάνω μια φωτογραφία. Η γυναίκα μιλά στον καθρέφτη και στη φωτογραφία. Ο γιος μιλά στο κοινό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ακούγεται μόνο η φωνή): Σαν ανεμόσκαλα μοιάζει. Σαν ελικοειδής ανεμόσκαλα. Όπως αυτές στης θείας Κατερίνας, στις παλιές πολυκατοικίες. Τις έβλεπα στο πίσω μέρος. Από την κουζίνα μέχρι κάτω. Έξοδος κινδύνου. Διαφυγή σε περίπτωση πυρκαγιάς. Πηγαίναμε συχνά, μέρα παρά μέρα σχεδόν. Η μανά μου μ' έπαιρνε.
Ετρεχα πάνω κάτω στα μεταλλικά σκαλιά. Ζαλιζόμουν. Φώναζε η μάνα μου. «Σταμάτα, θα μπλέξεις τα πόδια σου . Θα χάσεις την ισορροπία σου. Πρόσεχε. Θα πέσεις. Θα γκρεμιστείς.»
Σ' άλλες ανεμόσκαλες μπλέκτηκε η ζωή μου. Αλλού γκρεμίστηκα. Πέφτω, συνέχεια πέφτω. Πως να ισορροπήσω; Πως να διαφύγω; Να ξαναγυρίσω θέλω, στην αρχή, στο πρώτο σκαλοπάτι. Να μην γερνάω θέλω.
ΓΙΟΣ: Μεγάλωσα κάτω από τη σκιά της παρούσας απουσίας του. Με την ενοχή της άρνησης που μου υπαγόρευε η λογική της πραγματικότητας. Ο χρόνος διέλυε αργά αλλά σταθερά κάθε ψεύτικη ελπίδα. Δεν μπορούσα όμως να την διώξω απόλυτα και να βάλω τη ζωή μου σε ένα φυσιολογικό δρόμο. Δεν με κρατούσε δέσμιο όπως τη μητέρα μου το παρελθόν. Δεν είχα παρελθόν μαζί του. Ένα αβέβαιο ή μάλλον ένα απίθανο μέλλον με δέσμευε. Δεν μπορούσα ποτέ να αφήσω το παρόν να γίνει παρελθόν. Ο χρόνος έπρεπε να διατηρείται συνεχώς ως ενεστώτας χρόνος μέχρι εκείνη την ημέρα. Η απουσία του μας ένωνε. Μας χώριζε όμως η προοπτική εκείνης της ημέρας Όπως η πόρτα του δωματίου της, που δεν τολμούσα ποτέ να ανοίξω όταν με τις ώρες κλειδωνόταν μέσα. Δεν τόλμησα ποτέ να ανοίξω τη δική της ζωή.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το ελιξίριο της νεότητας είναι ο έρωτας. Η ευτυχία.
Μην χαμογελάς. Ξέρω τι λέω. Το ξέρω. Το διάβασα. Διαβάζω οτιδήποτε έχει σχέση μ' αυτό. Και όχι μόνο.
Αμα θες να μάθεις πως μπορείς να διατηρηθείς νέα, μην τρέχεις σε γιατρούς και αισθητικούς. Διάβαζε περιοδικά λαϊκής κατανάλωσης. Εκεί θα βρεις τις καλύτερες συμβουλές.. Δεν μιλάω για τις διαφημίσεις των προϊόντων. Τις συνεντεύξεις εννοώ των σταρ. Αυτές ξέρουν. Πρέπει να διατηρούνται νέες αυτές. Πάντα νέες. «Ο έρωτας με κάνει να νοιώθω πάντα νέα, γι' αυτό φροντίζω να είμαι συνεχώς ερωτευμένη.»
Επικεφαλίδα. Κι από κάτω η φωτογραφία μ' ένα πρόσωπο αρυτίδωτο. Χαμογελαστή, χωρίς ούτε μια ρυτίδα.
Με σκοτώνει το αιώνιο δικό σου χαμόγελο.
Κι εγώ ερωτευμένη είμαι. Συνέχεια. Και πριν και τώρα και νυν και αεί... Δεν θέλω να νοιώθω νέα εγώ, να είμαι θέλω. Να μείνω, θέλω, νέα.
Εσείς οι άντρες δεν έχετε ανάγκη. Ιδιαίτερα εσύ δεν έχεις αλλάξει καθόλου. Το δικό σου το πρόσωπο δεν έχει ρυτίδες. Μόνο δυο μικρές γραμμές στις άκρες των ματιών σου και δυο αγκύλες παρένθεσης που περιβάλλουν τα χείλη σου. Και αυτή η βαθειά σαν κοίτη ποταμού γραμμή στο μέτωπό σου. Και κάποιες γκρίζες αδιόρατες πιτσιλιές στις μακριές παλιομοδίτικες φαβορίτες σου. Αυτά μόνο. Αναλλοίωτος είσαι. Ο ίδιος εδώ και τριάντα χρόνια.
Ο χρόνος μέσα στους καθρέφτες κυλά. Θα πετάξω όλους τους καθρέφτες. Θα κρεμάσω φωτογραφίες. Δικές μου παντού. Μόνο φωτογραφίες σε όλους τους τοίχους. Μεγάλες. Αυτές που θέλω εγώ. Ο χρόνος δεν χαράζει τις φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες σταματάν το χρόνο. Τον ακινητοποιούν. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Μια συγκεκριμένη μέρα. Ένα συγκεκριμένο έτος.
Αυτό θέλω, τίποτα άλλο. Να σταματήσω το χρόνο. Να γυρίσω πίσω, σ' εκείνη την ημέρα και να τον κρατήσω ακίνητο. Να περιμένει, όπως περιμένω κι εγώ. Ασάλευτος Θεέ μου, πόσο με σκοτώνει το ασάλευτο χαμόγελό σου. Το ίδιο πάντα, ο ίδιος πάντα. Τριάντα χρόνια εκεί, αναλλοίωτος.
Μισώ το ζηλόφθονο βλέμμα μου.
ΓΙΟΣ: Του μοιάζω καταπληκτικά. Κατά γενική ομολογία.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Φτυστός ο πατέρας σου είσαι. Τα μάτια, η μύτη, τα χείλη. Το σχήμα του προσώπου. Όλα.
ΓΙΟΣ: Δεν είχαμε πολλές φωτογραφίες του πατέρα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτές τις παιδικής του ηλικίας τις είχε η γιαγιά σου. Χάθηκαν. Όπως χάθηκαν όλα. Σπίτια, βιός, άνθρωποι, σαν έτρεχαν κυνηγημένοι να σωθούν τότε.
ΓΙΟΣ: Ο πατέρας καταγόταν από ένα χωριό στην Κερύνεια. Οι φωτογραφίες που είχε η μάνα μου, άρχιζαν από τότε που αρραβωνιάστηκαν. Ο πατέρας ήταν πια μεγάλος. Η μάνα μου τις είχε όλες τακτοποιημένες σε άλμπουμ. Με ημερομηνίες και σημειώσεις για τον τόπο και με ποια ευκαιρία τις έβγαλαν. Τις βλέπαμε συχνά. Τα βράδια η μάνα μου πάντοτε μου διηγιόταν την ιστορία της κάθε φωτογραφίας. Χαιρόταν, γελούσε με τις ιστορίες του πατέρα. Μια από αυτές την πήρε, την κορνίζαρε και την είχε ακουμπισμένη στην τουαλέτα του υπνοδωματίου της. Ο πατέρας μου σ' αυτή τη φωτογραφία χαμογελούσε ποζάτος, μακρύ για την εποχή εκείνη μαλλί, μακριές φαβορίτες κι ένα πελώριο μέτωπο. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω, έμπαινα και καθόμουν στη τουαλέτα της με τη φωτογραφία μπροστά μου, προσπαθώντας να ανακαλύψω τις ομοιότητές μας. Δεν είχα φαβορίτες εγώ, ούτε μακρύ μαλλί, κι αλλιώτικα έπεφταν τα δικά μου μαλλιά στο μέτωπο. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν κατάφερνα να φτιάξω τη δική του χωρίστρα. Έβαζα τη φωτογραφία δίπλα στο πρόσωπο μου και κοίταζα και τους δυο μας στον καθρέφτη. Μισάνοιγα τα χείλη μου και τα κρατούσα σφικτά, ακίνητα όπως το δικό του χαμόγελο. Δεν έμοιαζε. Κι ήθελα πολύ να του μοιάζω. Έπρεπε να του μοιάζω. Τουλάχιστον όσο καιρό έλειπε, ήθελα να βλέπουν οι άλλοι σε μένα εκείνον.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μέσα στα βλέμματα των άλλων ζούμε. Στις δικές τους ματιές επιβεβαιώνεται η ύπαρξη μας.
Ξέρεις τι μού 'πε ο Μιχάλης; Κάποτε εκνευριζόσουν μόνο στο άκουσμα του ονόματός του. Τώρα ούτε αυτό δεν αλλάζει το ύφος σου. Είχα καιρό να τον δω. Χρόνια. Ήξερα πως σε ενοχλούσε να του μιλώ, γι' αυτό τον απέφευγα. Τυχαία τον συνάντησα, εντελώς τυχαία.
«Είναι απίστευτο», μου 'πε, «δεν έχεις αλλάξει καθόλου, είσαι όπως όταν σε είδα για την τελευταία φορά».
Ήμουνα τριάντα χρόνων όταν με είδε για τελευταία φορά και μου 'πε πως είμαι ακόμα όπως τότε.
...
Εσύ; Τι θα μου πεις εσύ μετά από τόσα χρόνια.
Όταν με ξανασυνάντησε κόντευα... ίσως να τα είχα κιόλας περάσει; Δε θυμάμαι , ήμουν γύρω στα σαράντα. Κι όμως είπε τριάντα. Ακούς; Τριάντα!
Όλα είναι θέμα σωστής περιποίησης του προσώπου. Αυστηρής τήρησης των οδηγιών και της σειράς χρήσης των σωστών προϊόντων. Με τρία λεπτά περιποίηση σταματά να κυλά ο χρόνος. Με πόσα λεπτά ξαναγυρίζει πίσω;
Μην γελάς. Δεν αντέχω το γέλιο σου. Μισώ να το φαντάζομαι. Να το ακούω στ' αυτιά μου μέσα να κουδουνίζει, τρανταχτό.
Δεν το βλέπω, αυτό μ' ενοχλεί. Ακούς. Αυτό μ' ενοχλεί, που δεν το βλέπω. Ένα χαμόγελο βλέπω μόνο, ασάλευτο. Ο χρόνος θέλω να είναι ασάλευτος, όχι το χαμόγελό σου.
Θα 'θελα να γινόταν ένα θαύμα. Να κατέβαινες από την φωτογραφία, να πλάταινε το χαμόγελό σου, να γινόταν γέλιο, να γινόταν λέξεις, αισθήματα, αγάπη, τρυφερότητα, λατρεία, θαυμασμός, πάθος, έρωτας, έστω περιπαίξιμο, ειρωνεία, σαρκασμός, οτιδήποτε, φτάνει να τέλειωνε αυτή η παγωμάρα της φωτογραφίας, αυτό το χωρίς συνέχεια στράβωμα στο δεξί σου χείλος.
Κουράστηκα να το βλέπω. Κουράστηκα να προσπαθώ να το αποκρυπτογραφήσω. Κουράστηκα να σκέφτομαι, να υποθέτω, να προσπαθώ να φανταστώ αν χαμογελάς ακόμα. Χαμογελάς; Θα μου χαμογελάσεις ξανά; Θα ανοίξεις την πόρτα και θα μπεις. Πως θα σαι; Έτσι όπως σε βλέπω τώρα; Θα λάμπουν τα μάτια σου; Πόσο ξεθώριασε η ματιά σου; Πόσες ρυτίδες έχεις στο πρόσωπό σου; Πόσο μεγάλες είναι οι σακούλες κάτω από τα μάτια σου; Πως είναι το σώμα σου; Στητό; Καμπούριασες; Πάχυνες; Αδυνάτισες; Πόσο λαχταριστό είναι ακόμα; Πόσο με λαχταράς εσύ ακόμα;
Κάποια τραγουδίστρια φορούσε, λέει, περούκες, όταν ήτανε νέα. Και τα μαλλιά της τα στερέωνε πίσω τεντωμένα μ' ένα λαστιχάκι. Τα τραβούσε πίσω σφιχτά για να τσιτώνουν τα μάτια. Να φεύγουν οι γραμμές.
Κι εγώ τα κτένιζα προς τα πίσω. Τάκανα μια μικρή μπάλα πίσω από το κεφάλι. Οπως οι μπαλαρίνες. Κι ας είχα πλούσιο μαλλί. Πολύ πλούσιο. Φουντωτό. Οχι για τις ρυτίδες. Δεν είχα ρυτίδες τότε. Έτσι μου άρεσε. Για το στυλ. Μου τα 'λυνες πάντοτε με το ζορί.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ (OFF): Τα θέλω να μου πνίγουν το πρόσωπο. Να μου κόβουν την ανάσα, όταν σε φιλώ. Με ερεθίζει το χάδι τους.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εγώ δεν ήθελα τίποτα μεταξύ μας. Ούτε μια τρίχα από το μαλλί μου δεν ήθελα να μπαίνει ανάμεσά μας. Ένας αιώνιος καυγάς. Παιγνίδι.
Τα 'λυσα μόνη μου, αργότερα, όταν στις ρίζες τους φάνηκαν τα πρώτα άσπρα σημάδια.
Είναι τρομερό το πόσο γρήγορα ξεπετιούνται πάλι οι άσπρες ρίζες.
Τά 'λυσα αργότερα για να κρύψω το χρόνο. Μετά. Οταν πια είχες φύγει.
«Δύσκολα μπορεί κάποιος να πει πως έχεις περάσει τα τριάντα», λόγια του Μιχάλη . Ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Με κέρδισες εσύ. Με κράτησες. Με κρατάς ακόμη.
«Δύσκολα μπορεί κάποιος να πει πως έχεις περάσει τα τριάντα!»
Γιατί δεν είπε τριανταπέντε. Γιατί δεν είπε σαράντα; Στα τριάντα ήθελα να σταματήσει ο χρόνος. Μπορώ; Γι αυτό το 'πε; Μπόρεσα;
Μ' ενοχλούν οι καθρέπτες. Δεν έπρεπε να υπάρχουν καθρέπτες στα σπίτια. Φωτογραφίες πρέπει να κρεμάμε παντού. Εκεί να βλέπουμε το πρόσωπό μας. Όπως το θέλουμε. Στην ηλικία που το θέλουμε. Αγέραστο. Να μην το αγγίζει ο χρόνος. Μονάχα με ένα ρούχο να διώχνουμε τη σκόνη. Σκόνη είναι ο χρόνος. Σκόνη που συσσωρεύεται επάνω μας . Αν δεν μάζευα τη σκόνη από τη φωτογραφία σου, θα 'χες γεράσει μαζί μου.
Δεν γέρασα. Όχι, δεν γέρασα. Κοίταξέ με. Στα μάτια σου θέλω να καθρεφτιστώ. Αυτά θέλω να με δουν έτσι. Αυτά θέλω να μου πουν: Ο χρόνος δεν αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου. Από τα χείλη σου θέλω ν' ακούσω: Δεν άλλαξες καθόλου. Όταν γυρίσεις.
«Περίμενέ με, περίμενέ με. Περίμενέ με, ακόμη κι όταν η κούραση της αναμονής αβάστακτη σου γίνει. Περίμενέ με. Θα γυρίσω, στο υπόσχομαι.» Και περιμένω. Ακόμη.
Αναρωτιέμαι κάποτε τι θα έκανα αν μου 'λεγες, μην με περιμένεις. Έτσι όπως τηλεφωνούσες κάποτε κι έλεγες «Μην με περιμένεις για φαγητό. Θα καθυστερήσω». Και δεν περίμενα.
Τώρα η καθυστέρησή σου κρατάει χρόνια. Τα χρόνια της δικής μου ζωής.
Δεν σου είπα αντίο. Έχε γεια, σου 'πα, και πρόσεχε.
ΓΙΟΣ: Εγώ δεν του είπα έχε γεια, όταν έφυγε. Η μάνα μου προσπάθησε να τον αποτρέψει. Του ετοίμαζε μια μικρή βαλίτσα με εσώρουχα και του είπε: «Μην πας». Αυτός της αποκρίθηκε «Δεν γίνεται. Είμαι υποχρεωμένος. Αν δεν πάω εγώ, αν δεν πάει ο άλλος, ποιος θα υπερασπιστεί τη χώρα μας;» Η μάνα μου του είπε: «Επικρατεί ένα χάος. Που θα πας;» Ο πατέρας της είπε: «Ό,τι και να συμβαίνει, πρέπει να πολεμήσουμε». «Περίμενε τουλάχιστον να ξεκαθαρίσουν τα πράματα , μην πας από τους πρώτους», τον παρακάλεσε η μάνα μου έχοντας ένα κακό προαίσθημα και προσπαθώντας να βρει μια δικαιολογία να καθυστερήσει τη φυγή του. Ο πατέρας μου χαμογέλασε «Δεν είμαι από τους πρώτους. Πολλοί κατατάχτηκαν ήδη». Η μάνα μου άρχισε να κλαίει. Ο πατέρας μου την αγκάλιασε και την παρηγορούσε. «Θα γυρίσω γρήγορα», της είπε, «μην ανησυχείς». Ύστερα γύρισε σε μένα, «Τι μας κοιτάς εσύ, λεβέντη μου», μου είπε. Εγώ σούφρωσα τα χείλη, έτοιμος να κλάψω. «Όχι, όχι μην μου κλαις, μην μου κλαις», μου είπε. Με πήρε στην αγκαλιά του , έχωσε το πρόσωπο του στην κοιλιά μου, το έκανε συχνά αυτό, και άρχισε να με γαργαλάει με τη μύτη του. Με πήραν τα γέλια. Μας έσφιξε και τους δυο στην αγκαλιά του. Μας φίλησε επανειλημμένα και έκανε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε λίγο, μας ξανακοίταξε και μου ένεψε αντίο με το χέρι. Εγώ στην αγκαλιά της μάνας μου πετάριζα, γελούσα και προσπαθούσα να πετάξω κοντά του. Ο πατέρας μου ξαναγύρισε, με το δείχτη του χεριού του με γαργάλισε στο λαιμό «Γελάς ρε καραγκιόζη», έτσι με έλεγε, «γελάς;» Γέλασε κι αυτός. Είχε ένα πλατύ κι απέραντο γέλιο. Ακούμπησα τα δάκτυλά μου στα δόντια του. Πάντα όταν γελούσε, έβαζα τα δάκτυλα μου επάνω στα δόντια του. Με μαγνήτιζε η λευκότητά τους. Και κείνο το μικρό σκοτεινό κενό ανάμεσα στα δυο μπροστινά δόντια, που προσπαθούσα να περάσω το μικρό μου δάκτυλο. Ξαναφίλησε τη μάνα μου, μου είπε, «Να προσέχεις τη μάνα σου, μέχρι να γυρίσω» και έφυγε.
Η μάνα μου του φώναξε «έχε γεια, να προσέχεις».
Εγώ δεν μιλούσα. Δεν του είπα έχε γεια.
Τα ξέρω όλα με κάθε λεπτομέρεια . Δεν τα θυμάμαι. Τα έμαθα. Ήμουν ενός χρόνου.
Μεγάλωνα με την έντονη αίσθηση της παρουσίας του. Της παρουσίας ενός ανθρώπου που περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να ανοίξει την πόρτα, να μπει μέσα και να μας αγκαλιάσει. Σαν όλους τους πατεράδες που φεύγουν το πρωί για τη δουλειά και επιστρέφουν απόγευμα προς το βράδυ. Εγώ τον περίμενα πάντα τα απογεύματα. Όταν παίζαμε όλα τα πιτσιρίκια στη γειτονιά και κατά το σούρουπο ένας, ένας έφευγε τρέχοντας, είτε φωνάζοντας «ήρθε ο παπάς μου», είτε γιατί η μάνα τους φώναζε «ήρθε ο παπάς». Η Αιμιλία έφευγε πρώτη. Πάντα πριν σουρουπώσει, πριν την φωνάξει η μάνα της. Ήταν ίσως ένα είδος παιδικής αυτοπροστασίας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει. Ήξερε πως δεν θα έρθει. Ο δικός μου ο πατέρας συνεχώς θα ερχόταν.
Συνειδητοποίησα το λόγο της απουσίας του, όταν ήμουν έξι χρονών. Την πρώτη μέρα στο σχολείο. Η δασκάλα μας ρωτούσε όλους το όνομά μας, το όνομα της μητέρας, του πατέρα μας και τι δουλειά κάνουν. Όσο πλησίαζε κοντά μου άρχισε να με κυριεύει μια παράξενη αγωνία. Ο πατέρας μου έλειπε. Δεν ήξερα τι δουλειά κάνει. Ήξερα μόνο πως από κάπου θα επιστρέψει. Η δασκάλα μου έκανε τις ίδιες ερωτήσεις, όπως και στους άλλους, για τον πατέρα μου όμως ρώτησε μόνο το όνομά του και προχώρησε στον επόμενο, ένα κορίτσι. Πριν απαντήσει εκείνο, κάποιος άλλος φώναξε. «Ο Ορέστης δεν μας είπε τι δουλειά κάνει ο παπάς του.» Η δασκάλα ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στο κεφάλι μου και είπε «Ο πατέρας του Ορέστη είναι αγνοούμενος.» Δεν είχα ξανακούσει αυτή τη λέξη. Δεν την αναφέραμε στο σπίτι ποτέ. Το βράδυ η μάνα μου, μου εξήγησε τη σημασία της.
Από εκείνο το βράδυ όλες οι κουβέντες μας μέσα στο σπίτι άλλαξαν περιεχόμενο, οι λέξεις απέκτησαν άλλη σημασία. Τι σημαίνει αγνοούμενος; Υπάρχουν άνθρωποι, που ζουν και είναι μαζί μας. Υπάρχουν κάποιοι, που πέθαναν, δεν θα ξαναγυρίσουν. Υπάρχουν άλλοι, που λείπουν σε ταξίδι. Είναι κάπου, δεν τους βλέπεις, αλλά ξέρεις, είναι εκεί. Κάποτε γυρίζουν, κάποτε όχι. Αγνοούμενος; Τι σημαίνει αγνοούμενος. Σε ποια κατηγορία τους κατατάσσεις; Οι σιωπές μεγάλωσαν, φορτίστηκαν, έκρυβαν πια κάποιες μυστικές σκέψεις που ο ένας προσπαθούσε να κρύψει και ο άλλος πάσχιζε να καταλάβει. «Τι σκέφτεσαι;» έγινε η μόνιμη επωδός μας. Οι ιστορίες των φωτογραφιών δεν ήταν πια χαρούμενες. Ρωτούσα συνεχώς:
(στη μάνα) Και τώρα; Τώρα που είναι;.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κάπου, κάπου είναι και μας σκέφτεται κι αυτός.
ΓΙΟΣ: Έχει όμως αυτός φωτογραφίες για να μας βλέπει;
Καταλάβαινα πως οι ερωτήσεις που έκανα ή που ήθελα να κάνω δεν είχαν απάντηση. Τα γιατί μου πλήγωναν. Έτσι προσπαθούσα να τις απαντήσω μόνος μου. Το ξεφύλλισμα των άλμπουμ αραίωνε σιγά, σιγά, μέχρι που κλείστηκαν στο ντουλάπι. Δεν τα βλέπαμε πια μαζί. Κλείστηκα στον εαυτό μου. Η μάνα μου άρχισε να κλείνεται στο δωμάτιό της. Η απουσία του πατέρα γέμισε τώρα το σπίτι. Η αναμονή δεν ήταν πια η ίδια. Η εικόνα της επιστροφής άλλαξε. Τα απογεύματα μετά το παιχνίδι έφευγα και ΄γώ μαζί με την Αιμιλία.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θυμάμαι μια ταινία. Εκείνος έλειπε. Εξορία. Χρόνια πολλά, τριάντα, σαράντα, τόσο. Και γυρίζει. Η γυναίκα τον περιμένει στο κατώφλι, μπροστά στο σπίτι. Είναι απόγευμα, ένας καιρός μουντός και αυτός κουρασμένος, ψηλός, αδύνατος, αποστεωμένος στέκει απέναντι της και την κοιτάζει με ένα βλέμμα ένοχο. Εκείνη γερασμένη, με μιαν ανείπωτη θλίψη στα μάτια. Με απορία. Τα δικά της τα μάτια ψάχνουν τον άντρα που έφυγε. Παλεύουν να αναγνωρίσουν τον άντρα που γύρισε. Τον περιεργάζεται. Ατέλειωτος ο χρόνος που κοιτάζονται. «Πεινάς;», τον ρωτά. Μόνο μια λέξη για καλωσόρισμα. «Πεινάς;»
Γιατί δεν είναι η ζωή μας αμερικάνικη ταινία; Αλλιώτικα τελειώνουν όλα εκεί. Αλλιώτικος είναι εκεί ο γυρισμός. Εσύ στη μια άκρη του δρόμου, σ' ένα λιμάνι, ένα αεροδρόμιο, κάπου. Έρχεσαι. Εγώ στην άλλη άκρη. Λίγα άσπρα μαλλιά στους κροτάφους μας να υποδηλούν το χρόνο που πέρασε. Μόνο λίγα άσπρα μαλλιά στους κροτάφους. Μπορεί να 'σαι και αξύριστος. Σ' αναγνωρίζω. Με βλέπεις. Τρέχω. Με παίρνεις στην αγκαλιά σου. Με σηκώνεις ψηλά. Τα χέρια σου είναι ακόμη γερά, μπορούν να με ανασηκώσουν. Μου χαϊδεύεις το πρόσωπο. Τα χέρια μου ψάχνουν τα δικά σου. Σκουπίζουμε τα δακρυσμένα μας μάτια. Φιλιόμαστε. Ο ουρανός καταγάλανος. Μπορεί και να βρέχει. Μια βροχή που καθαρίζει τα πάντα. Όχι μουντή η μέρα, όχι ομίχλη. Καθαρά όλα. Το πλήθος γύρω μας περνάει αδιάφορο. Κι εμείς στη μέση να ξεχωρίζουμε. Δυο φιγούρες αγκαλιασμένες, που τίποτα πια δεν μπορεί να τις χωρίσει. Και το πλήθος να περνάει αδιάφορο στη δική μας ευτυχία. Τέλος. Ευτυχισμένο τέλος. Με δάκρυα στα δικά σου τα μάτια, στα δικά μου, στα μάτια όλων, όσοι τώρα μ' αποφεύγουν, με βαρέθηκαν, όλων όσοι δεν θέλουν να θυμούνται, να περιμένουν. Όλων όσοι προσπερνούν. Εγώ δεν μπόρεσα να σε προσπεράσω.
Ίσως και κείνη η γυναίκα να κοίταζε χρόνια μια φωτογραφία, ένα χαμόγελο, ένα πρόσωπο που δεν το άγγιξε ο χρόνος.
«Πεινάς;» Αυτό ρωτάμε κάθε φορά που γυρίζετε αργά στο σπίτι. «Πεινάς;»
Τι θα ρωτήσω άραγε εγώ; Πεινάς; Μπορεί ένα πιάτο φαΐ να σβήσει όλα τα χρόνια της απουσίας σου; Το γεύμα σου θα 'ναι η συνέχεια του πρωινού που πήρες βιαστικά πριν φύγεις; Μερικές ώρες πέρασαν μόνο; Αυτή θα 'ναι η ψευδαίσθησή μου; Αν πεινάς; Θα μου πεις, ναι πεινώ, τι μαγείρεψες; Κι ύστερα; Θα σε ρωτήσω πως πέρασες; Πως ήταν η μέρα σου; Είσαι κουρασμένος; Κι εσύ ; Τι θα μου πεις εσύ; Θα κοιτάζεις γύρω σου να διαπιστώσεις, αν άλλαξε τίποτα;
Τίποτα δεν άλλαξε. Όλα είναι όπως τα άφησες.
Τις νύχτες, όταν έγερνα αποκαμωμένη, ευτυχισμένη, πλήρης, δίπλα στο γυμνό σου κορμί, σκεφτόμουν... Όταν τα χέρια μου ανίχνευαν κάθε εκατοστό της σάρκας σου, σκεφτόμουν πως θα ναι άραγε κάποτε; Πως θα 'ναι, όταν ο χρόνος αφήσει επάνω σου τα σημάδια της φθοράς; Αγαπάει κανείς ακόμη ένα κορμί σημαδεμένο από το χρόνο; Φθείρει η φθορά του χρόνου τον έρωτα; Φθείρεται η λαχτάρα;
Δεν έχω απάντηση. Δεν το έζησα. Δεν μπορώ να ξέρω.
Σε περίμενα. Μου είπες, περίμενε. Και περιμένω. Θα γυρίσω, είπες. Στο υπόσχομαι, θα γυρίσω. Ήξερα πως πάντα κρατούσες τις υποσχέσεις σου. Περίμενα, κι όταν η απελπισία έπνιγε την ελπίδα της επιστροφής σου. Ο ρόλος μου ήταν αυτός. Τον θέλησα; Μου τον επέβαλαν άλλοι; Μου τον επέβαλες εσύ; Όλοι καλούμαστε να παίξουμε ένα ρόλο. Σε μένα δόθηκε αυτός. Να περιμένω με μια φωτογραφία στα χέρια.
Καθήκον; Κάθε Κυριακή να κάθομαι στην πλατεία και να λέω περιμένω. Τι; Εσένα; Μια είδηση; Ένα κάποιο νέο; Ποτέ !
Ειδήσεις πολλές. Όλες καταγραμμένες, χαραγμένες στο κορμί μου. Στο πρόσωπό μου. Πληροφορίες. Κάθε μία μια ανάσα. Ένα χαμόγελο ελπίδας. Και μετά ακόμη μια μαχαιριά απογοήτευσης. Ακόμη μια ρυτίδα να χαράζει το πρόσωπό μου. Ακόμη ένα βάρος να μου διπλώνει τους ώμους. Μια λευκή γραμμή κάθε φορά να διασχίζει τα μαλλιά μου.
Γιατί η θλίψη να μας ασπρίζει τα μαλλιά; Η θλίψη έχει μαύρο χρώμα. Σαν σκοτάδι.
Αυτά θέλω να σου πω. Πως να στα πω, κοιτάζοντας το αιώνια αγέραστο πρόσωπό σου; Τα μάζεψα για να σου τα πω. Νιώθω τύψεις. Νιώθω τύψεις, γιατί βλέπω τις δικές μου ρυτίδες, τα δικά μου άσπρα μαλλιά, το τσακισμένο κορμί μου. Εσύ; Τι τράβηξες; Πως πέρασες; Ζεις; Πέθανες;
Όχι... όχι, ζεις. Που ζεις; Πως; Σε σίδερα; Σε φυλακές; Μπουντρούμια υγρά, βρώμικα; Που είσαι; Τι σακατεύει το δικό σου κορμί;
Πεινάς; Ένα πιάτο είναι πάντα στρωμένο για σένα. Το φαί έτοιμο να ξαναζεσταθεί. Τα καθαρά σεντόνια να ζεστάνουν το κορμί σου. Η δική μου ζεστή αγκαλιά να σε τυλίξει. Θα 'ναι θερμή η αγκαλιά μου. Σαν τότε. Είμαι, παραμένω τριάντα χρονών, όπως τότε που έφυγες. Μην με κοιτάς, νοιώσε με.
ΓΙΟΣ: Στο σχολείο, όταν η δασκάλα με ρωτούσε κάτι, ένοιωθα... εγώ ένοιωθα , δεν ξέρω αν ήταν πράγματι έτσι, εγώ ένοιωθα έτσι. Όταν η δασκάλα με ρωτούσε κάτι, ένοιωθα τα μάτια όλων των συμμαθητών μου καρφωμένα επάνω μου. Τα αυτιά τους τεντωμένα να ακούσουν τι θα πω. Ήμουν ο γιος ενός αγνοούμενου και ό,τι έλεγα έπρεπε να ήταν απόλυτα σωστό. Όταν διηγούμουν στη μάνα μου κάτι που έκανα ή είπα στο σχολείο, η συνηθισμένη αντίδραση ήταν:
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μπράβο, θα χαρεί πολύ ο πατέρας σου όταν γυρίσει. Θα είναι περήφανος για σένα ο πατέρας σου. Έτσι σε θέλει να είσαι σε όλα πρώτος. Θα χαρεί πολύ όταν το ακούσει.
ΓΙΟΣ: Η χαρά μετατίθετο πάντα σε έναν αόριστο χρόνο. Όταν γυρίσει ο πατέρας. Ό,τι έλεγα ή έκανα έπρεπε να παραμείνει. Έπρεπε να έχει διάρκεια. Μια διάρκεια, που κανείς δεν ήξερε πόσο θα κρατήσει. Μέχρι να γυρίσει ο πατέρας, να το μάθει. Όλες μου οι πράξεις έπρεπε να ήταν τέτοιες, που να κάνουν τον πατέρα να χαρεί όταν θα γυρίσει. Τις λύπες και τις στεναχώριες μας τις υπομέναμε μόνοι. Δεν μιλούσαμε γι' αυτές. Δεν τις μεταθέταμε. Ήμουν σίγουρος, πως εκεί που ήταν ο πατέρας υπέφερε. Δεν ήξερα από τι. Ένα ασαφές μαρτύριο. Κάτι παρόμοιο με το δικό μας. Γι αυτό μόνο χαρές έπρεπε να μαζεύουμε για το γυρισμό του.
Η Αιμιλία ερχόταν πάντα κοντά μου τα διαλείμματα. Δεν ήμασταν στην ίδια τάξη. Με περνούσε ένα χρόνο. Ένοιωθα, πως σαν μεγαλύτερή μου, με είχε αναλάβει υπό την προστασία της. Να με προστατεύσει από τι; Πολλές φορές καθόμασταν δίπλα, δίπλα χωρίς να μιλάμε. Τρώγαμε το κολατσιό μας, ήμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο ακόμη και τις ώρες της σιωπής μας. Για τους πατεράδες μας δεν μιλούσαμε ποτέ. Ούτε εκείνη για τον δικό της, ούτε εγώ για τον δικό μου. Μια μέρα, ήμασταν τότε στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, μου είπε
ΑΙΜΙΛΙΑ: θα αποκτήσω καινούριο παπά .
ΓΙΟΣ: (κοιτάζει απορημένα)
ΑΙΜΙΛΙΑ: Η μάμα μου θα παντρευτεί το θείο Κώστα. Της τον γνώρισε μια συνάδελφός της. Και αυτού η γυναίκα πέθανε. Δεν έχει όμως παιδιά αυτός. Εμένα με αγαπά πολύ.
ΓΙΟΣ: Είσαι τυχερή
ΑΙΜΙΛΙΑ: Η μάμα σου γιατί δεν παντρεύεται;
ΓΙΟΣ: Εγώ έχω πατέρα.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Αν πέθανε;
ΓΙΟΣ: Δεν πέθανε, ο πατέρας μου είναι αγνοούμενος , θα γυρίσει.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Αν δεν γυρίσει;
ΓΙΟΣ: Θα γυρίσει.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Η γιαγιά μου πάντα έλεγε ότι η δική μου μητέρα είναι σε καλύτερη μοίρα από τη δική σου. Τουλάχιστον εμείς ξέρουμε. Κι έτσι η μάνα μου μπορεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της.
ΓΙΟΣ: Στη μητέρα μου δεν είπα τίποτα το βράδυ. Δεν μπορούσα να της πω ότι μου μπήκαν σκέψεις, πως αν δεν ζούσε ο πατέρας, η ζωή μας θα ήταν αλλιώτικη. Ντρεπόμουν, γιατί πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως θα μπορούσα να αποκτήσω έναν καινούριο πατέρα. Να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας. Η Αιμιλία ήταν η μοναδική μου φίλη. Αυτή με πλησίασε, αυτή επέβαλε τη φιλία της. Ποτέ δεν μιλούσε για τον πατέρα της, ούτε και το δικό μου τον αναφέραμε, μέχρι που μου είπε πως η μητέρα της θα ξαναπαντρευόταν.
Της μίλησα εγώ μετά από πολλές μέρες. Μου τυραννούσε το μυαλό συνέχεια, μέχρι που τόλμησα να ρωτήσω.
ΓΙΟΣ: Η γιαγιά σου τι άλλο λέει;.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Για ποιο πράγμα.
ΓΙΟΣ: Για τον πατέρα μου.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Λέει πως δεν πρέπει να σου μιλώ γι' αυτόν, γιατί θα λυπάσαι.
ΓΙΟΣ: Δεν λυπάμαι, πες μου.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Δεν μιλά για τον πατέρα σου, μιλά για τους αγνοούμενους.
ΓΙΟΣ: Τι λέει;
(Παύση)
ΓΙΟΣ: Τι λέει;
ΑΙΜΙΛΙΑ: Λέει πως δεν ζουν πια. Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πρέπει να τους έχουν σκοτώσει όλους.
ΓΙΟΣ: Η μάνα μου λέει ότι ζει είναι σίγουρη πως ζει.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Και η δική μου μητέρα λέει πως ζουν πολλοί. Ο θείος Κώστας όμως ...ο θείος Κώστας λέει πως αποκλείεται να ζουν.
ΓΙΟΣ: Δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό το θέμα με την Αιμιλία.
Ξανάρχισα όμως να μιλώ με τη μητέρα μου. Της είπα πως ο πατέρας ίσως να μην ζει, ίσως να μην επιστρέψει. Με κοίταξε σιωπηλά, σταμάτησε το διόρθωμα των τετραδίων, ήταν καθηγήτρια η μάνα μου, ήρθε κοντά μου και με ρώτησε τι εννοώ.
ΓΙΟΣ: Πολύς κόσμος πιστεύει ότι οι αγνοούμενοι δεν ζουν πια.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Σημασία έχει τι πιστεύουμε εμείς. Σημασία έχει εμείς να μην τον ξεγράψουμε.
ΓΙΟΣ: Θα ξαναπαντρευτείς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι αν ζει ο πατέρας σου; Αν γυρίσει μια μέρα;
ΓΙΟΣ: Τη ρώτησα, αν είναι σίγουρη πως ζει ο πατέρας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Δεν ξέρω, και άμα δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρη ούτε αν είναι νεκρός ούτε αν ζει. Δεν μπορώ να τον ξεγράψω, όταν για κάθε τι θα υπάρχει η αμφιβολία.
(παύση μεγάλη)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ θέλεις να ξαναπαντρευτώ;,
ΓΙΟΣ: Δεν απάντησα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Δεν ήταν θέμα επιθυμίας. Ήμουνα δώδεκα χρονών και συνειδητοποιούσα πως η δική της η ζωή ήταν πέρα από τη δική μου λογική.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πως είναι μια ξαναφτιαγμένη ζωή; Τι είναι η ζωή για να την ξαναφτιάξει κάποιος; Με τι εργαλεία, με τι υλικά; Δεν χάλασα εγώ τη ζωή μου για να την ξαναφτιάξω. Να ξαναπαντρευτώ; Να βρω ένα νέο σύντροφο; Όταν μπορούσα να αποφασίσω δίστασα. Μετά είναι αργά για όλα. Δεν ήθελα να σε διαγράψω. Δεν ήθελα να σε αντικαταστήσω. Είσαι εδώ, σε έβλεπα συνεχώς ήσουν δίπλα μου
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ (OFF): «Μην πιστεύεις αυτά που βλέπεις με ορθάνοικτα μάτια. Μόνο αυτό που νοιώθεις, αυτό που βλέπεις με κλειστά μάτια είναι η πραγματική αλήθεια.»
ΓΥΝΑΙΚΑ: Στην ανεμόσκαλα της θείας Κατερίνας μου το πες , εσύ. Εκείνο το καλοκαιριάτικο σούρουπο. Μια ανεμόσκαλα είναι, τι να νοιώσω; Μια ανεμόσκαλα σαν όλες τις άλλες.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ (OFF): Όχι, δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Κλείσε τα μάτια. Κράτα το χέρι μου. Το άλλο ακούμπησέ το στην κουπαστή. Ανέβα μαζί μου. Ένα, δύο, τρίτο σκαλί. Σε κάθε σκαλί υπάρχει η αγάπη μου. Τη βλέπεις; Η αγάπη μου κάνει αυτή την ανεμόσκαλα να μην είναι σαν τις άλλες. Έλα ανέβα ακόμη πιο πάνω μαζί μου.»
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μ' ανέβασες στην ταράτσα.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ (OFF): Δεν είναι ταράτσα στον ουρανό είμαστε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μια βρώμικη ταράτσα είναι, σου είπα.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ (OFF): «Κλείσε τα μάτια.»
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τα έκλεισα. Πήρα το πρώτο σου φιλί. Πέταξα μαζί σου στην δική σου αλήθεια.
Που να πετάς τώρα; Από ποιους ουρανούς θα γυρίσεις;
Μη με κοιτάξεις, όταν γυρίσεις. Μη δεις μ' ανοιχτά μάτια την αλήθεια του χρόνου. Νοιώσε μονάχα αυτήν που θέλω εγώ να δεις.
Τη φλόγα μου νοιώσε. Αυτή τη φλόγα που τριάντα τώρα χρόνια φουντώνει κάθε βράδυ στο άδειο μου κρεβάτι. Δεν σβήνει. Με καίει. Είμαι νέα, νοιώσε με. Νέα όπως εσύ στη φωτογραφία. Δεν ξέρω τι θα αντικρύσω, όταν κτυπήσεις την πόρτα μας. Πως θα είσαι συ. Νέος; Γέρος; Γελαστός; Ταλαιπωρημένος; Θα 'χουν ασπρίσει τα μαλλιά σου; Θα 'χουν μεγαλώσει τα γένια σου; Θα 'σαι γερός; Θα 'σαι σακάτης; Έχει κυρτώσει τους δικούς σου ώμους η δική μου απουσία; Πως είσαι; Τι θα δω; Πως θα σ' αναγνωρίσω; Γύρνα . Γύρνα με οποιαδήποτε εικόνα κι αν έχει ζωγραφίσει επάνω σου ο χρόνος . Δεν τη φοβάμαι. Μονάχα αυτό που θα αντικρίσεις εσύ με τρομάζει.
Ποια είναι η αλήθεια; Αυτή που θέλαμε να ζήσουμε; Αυτή που ονειρευτήκαμε;
Εγώ είμαι η αλήθεια. Η πραγματικότητα να την, εδώ. Χαραγμένη μέρα με τη μέρα.
ΦΩΝΗ ΑΝΤΡΑ (OFF): «Θέλω να ζήσω όλη μου τη ζωή στο πλάι σου. Να γεράσω μαζί σου. Θέλω να ζήσω μια ολόκληρη ζωή μαζί σου, μια ολόκληρη ζωή για να τη θυμάμαι Θέλω, όταν γεράσουμε μαζί, να σου θυμίζω τις λύπες μας, τις χαρές μας και να σου λέω πως αν γινόταν να ξαναρχίσω τη ζωή μου απ' την αρχή, την ίδια ζωή θα 'θελα να ξαναζήσω μαζί σου.»
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πόση ζωή θες να ξαναζήσεις μαζί μου; Ποια ζωή; Τι να μου θυμίσεις; Μια αναμονή θυμάμαι, τίποτα άλλο. Ένα καρτέρεμα. Μισοτελειωμένες κουβέντες που σταματούν πάντα εκεί, εκεί που αρχίζει το όταν...
Τι να σου πω εγώ τη νύκτα του γυρισμού σου;
Αυτά θυμάμαι. Εδώ; Εδώ στους κροτάφους. Εδώ είδα τις πρώτες άσπρες γραμμές. Όταν πέρασαν δυο μέρες χωρίς να έχω νέα σου.
Εδώ στο μέτωπο αυτές οι χαρακιές, όταν επέστρεφαν τα λεωφορεία με τους αιχμαλώτους κι εγώ περίμενα στον ήλιο αναζητώντας σε ανάμεσά τους.
Αυτή είναι η φωτογραφία του, κοιτάξετε τον. Ήταν μαζί σας; Τον είδατε;
Δεν ξέρω. Ήμασταν πολλοί. Δεν βλέπαμε όλοι, όλους .
Δεν ξέρω. Αξύριστοι ήμασταν εκεί. Καταπονημένοι. Αλλάζουν τα πρόσωπα, δεν θυμάμαι.
Ναι, νομίζω τον είδα.
Τον είδες; Του μίλησες; Πού;
Καθόταν κάποιος δίπλα μου στο πλοίο. Του μοιάζει.
Σου μίλησε; Τι σου είπε; Πως τον έλεγαν.
Ονόματα πολλά. Δεν θυμάμαι. Δεν τον ξανάδα μετά. Ήμασταν μαζί, μας είχαν περικυκλώσει, τρέχαμε να σωθούμε. Εκεί χαθήκαμε.
Δεν γύρισες. Το βάρος της απουσίας σου κύρτωσε τους ώμους μου. Καμπούριασα από φόβο.
Γιατί; Που ήσουν; Που είναι η υπόσχεσή σου: θα γυρίσω. Η δική σου υπόσχεση με βάραινε, όχι των άλλων, που τόσα χρόνια τους ακούω να μου λεν: θα γυρίσουν, θα γυρίσουν, θα γυρίσουν.
ΓΙΟΣ: Άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα συστηματικότερα και όχι μόνο μέσα από τις διηγήσεις της μάνας μου. Είχα πια πάει στο γυμνάσιο και η διερεύνηση κάποιων πραγμάτων ήταν πιο εύκολη. Η Αιμιλία ήταν πάντα η πιστή σύντροφος μου. Ανακατεύαμε μαζί με τις ώρες παλιές εφημερίδες, καταγραμμένες μαρτυρίες ανθρώπων , δηλώσεις πολιτικών, εκθέσεις επιτροπών και γενικά οτιδήποτε αφορούσε το θέμα Αγνοούμενοι.
Η Αιμιλία πολύτιμος βοηθός με ισορροπούσε ανάμεσα στην ψυχρή αποδοχή της πραγματικότητας, όπως μου την υπαγόρευε η κοινή λογική, και στην άσβεστη ελπίδα, που η όψη της μάνας μου δεν μου επέτρεπε να εγκαταλείψω.
Οι δηλώσεις των διαφόρων παραγόντων και τα συνθήματά τους με άφηναν πλέον αδιάφορο. Η από μέρους τους συντήρηση της ελπίδας ότι θα γυρίσουν οι δικοί μας άνθρωποι με πλήγωνε. Ιδιαίτερα όταν ακολουθούσα τη μάνα μου στις κυριακάτικες καθιστικές της εκκλήσεις. Με ενοχλούσε επίσης και η παρουσία οποιωνδήποτε ξένων προσώπων εκεί. Ανθρώπων που δεν είχαν άμεση σχέση με το δικό μας προσωπικό δράμα. Αντιλαμβανόμουν μια ψευτιά στα λόγια τους. Μια προσπάθεια αποσιώπησης αυτών που πραγματικά ήθελαν να πουν. Αντί αυτών, ξεστόμιζαν λόγια που νόμιζαν πως εμείς θέλαμε να ακούσουμε. Δεν θέλαμε, τουλάχιστον εγώ δεν ήθελα, ψεύτικες παρηγοριές. Την αλήθεια ζητούσα. Μόνο η αλήθεια λυτρώνει. Με τη μάνα μου ποτέ δεν μοιραζόμουν τις σκέψεις μου. Ήταν ανώφελο. Έκανε βίωμά της την αυταπάτη του γυρισμού. Για μένα η φράση «διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων» σήμαινε να βάλω ένα τέρμα στην ασάφεια. Να σπάσω τα αλυσίδες που κρατούσαν τη ζωή μου δεμένη σε μια κατάσταση αβέβαιης προσωρινότητας. Να σταματήσω να μεταθέτω τις ενέργειές μου και τις αποφάσεις μου στο μελλοντικό στάδιο του «όταν θα...» Ένα μελλοντικό στάδιο, που κανείς δεν ήξερε πόσο κοντινό ή μακρινό ήταν. Ήθελα επίσης να καταλάβω, γιατί έγιναν όλα αυτά. Ποιος φταίει, σε ποιον θα αποδώσω και πόσες ευθύνες. Τότε μόνο ένοιωθα πως θα ηρεμούσα.
Ζήτησα να δω το φάκελο του πατέρα μου. Ο κάθε αγνοούμενος είχε το δικό του φάκελο με όλα τα στοιχεία που τον αφορούσαν. Μου αρνήθηκαν. Είναι απόρρητοι, μου λέχτηκε. Ούτε η μάνα μου τον είχε δει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι να δω. Τι μπορεί να περιέχει ένας φάκελος πέραν από τις μαρτυρίες, που και γω η ίδια έχω μαζέψει. Μίλησα εγώ με τους ανθρώπους που είχαν έρθει σε επαφή με τον πατέρα σου.
ΓΙΟΣ: Απόρρητη η πρόσβαση στη γνώση του τι συνέβη στους δικούς μας ανθρώπους! Η μελέτη και η αντίληψη των γεγονότων; Απόρρητη η πιθανή εξαγωγή δικών μας προσωπικών συμπερασμάτων;
Επέμενα και προσπαθούσα.
Είδα τελικά το φάκελο λίγο καιρό πριν φύγω για τις σπουδές μου. Τον είδαμε μαζί με τη μάνα μου. Δεν περιείχε τίποτα το σημαντικό. Σε μένα όμως επιβεβαίωσε αυτό που τόσο καιρό μου έλεγε η λογική μου. Όλα συνηγορούσαν στο γεγονός πως ήταν αδύνατο ο πατέρας μου να είχε επιζήσει του χάους που επικρατούσε στον πόλεμο τότε. Η μάνα μου απεναντίας είπε:
ΓΥΝΑΙΚΑ: Όλοι τον είδαν ζωντανό. Ζει. Κρύβεται κάπου, ίσως είναι φυλακισμένος. Θα γυρίσει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μετατραπήκατε όλοι σε φακέλους. Ο φάκελος 165. Ο φάκελος 307. Ο φάκελος 1619. Τα πράματα απλοποιούνται έτσι. Γίνονται πιο ανώδυνα. Δεν είναι δύσκολο να πεις, «ο φάκελος 163 έκλεισε». Δεν πληγώνει. Οι φάκελοι διεκπεραιώνονται. Οι ζωές δεν διεκπεραιώνονται. Κι ας είναι χαμένες.
Οι ζωές σας έγιναν φύλλα χαρτιού αρχειοθετημένα. Σελίδες αριθμημένες. Με μπλε μολύβι. Κυανούν. Κάθε σας βήμα ένα κυανούν νούμερο. Κυανά βήματα στο σκοτάδι που σας κάλυψε. Η κατάθεση του Πάμπου Ηρακλέους κυανούν 10. «Καταταγήκαμε μαζί. Μετά μας χώρισαν. Η δική μου διμοιρία ανέβηκε στον Πενταδάκτυλο, η δική του προχώρησε στην Κερύνεια. Δεν τον ξανάδα.»
Κυανούν 15. Αναστάσιος Ιωάννου εκ Λευκωσίας. «Ηταν στη διμοιρία μου. Πολεμούσαμε δίπλα δίπλα. Μετά άρχισαν οι κανονιοβολισμοί, κάποιος φώναξε οπισθοχώρηση. Τον είδα να τρέχει με τρεις τέσσερις άλλους προς ανατολάς. Εμείς πήραμε την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν τον ξανάδα.».
Τάκης Θεμιστοκλέους, κυανούν 20. «Τρέχαμε όλοι μαζί να σωθούμε. Φτάσαμε σε έναν ελαιώνα. Ήταν ήσυχα, και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Μας πήρε ο ύπνος κάτω από ένα δέντρο. Ξαφνικά ακούσαμε πυροβολισμούς. Κάποιος μας έριχνε με αυτόματο. Πεταχτήκαμε επάνω κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Δεν ξέρω αν έτρεξε κι αυτός. Δεν τον ξανάδα.»
Κανείς δεν σε ξανάδε.
Η πρώτη σελίδα της αγνοούμενης πορείας σου είμαι εγώ. Κυανούν 1. «Ο σύζυγός μου ονόματι Γιώργος Δημητριάδης αναχώρησε από την οικία μας στην οδό Ελ. Βενιζέλου Αρ. 10 στις 20 Ιουλίου 1974 και ώραν περίπου 11:00 προ μεσημβρίας για να καταταγεί στο στρατό κατόπιν της ανακοίνωσης, την οποία εξέδωσεν η πραξικοπηματική κυβέρνησις, με την οποίαν καλούσε όλους τους Έλληνες άρρενες εφέδρους σε γενικήν επιστράτευσιν. Την επομένην, 21η Ιουλίου, και ώραν περίπου 10:00 προ μεσημβρίας τηλεφώνησε και μου ανέφερε ότι είναι καλά και να μην ανησυχώ. Μου είπε επίσης ότι κατά πάσαν πιθανότητα θα τους μεταφέρουν στην επαρχία Κηρυνείας για να αποκρούσουν τον Τούρκο εισβολέα. Έκτοτε δεν έδωσεν σημεία ζωής ούτε και τον ξαναείδα.»
Δεν είναι δικά μου τα λόγια αυτά. Μην γελάς. Ο αστυνομικός τα έγραψε. Άκουσε τι είπα και συνέταξε αυτός την κατάθεση. Δεν είχα καμιά διάθεση να του πω πως δεν αφορούσαν ούτε σένα ούτε μένα αυτά που συνέταξε. Δεν σε ξέγραψα εγώ με ένα «έκτοτε δεν έδωσεν σημεία ζωής». Που να καταλάβει αυτός, πως έκτοτε καθημερινά μου δίνεις σημεία ζωής, πως καθημερινά σε βλέπω μπροστά μου. Δεν ήταν στο περίπου η ώρα που έφυγες, η ώρα που μιλήσαμε. Ό,τι μου είπες, αυτός τα ξεμπέρδεψε με ένα «να μην ανησυχώ».
«Μη φοβάσαι αγάπη μου», έτσι μου πες «μη φοβάσαι αγάπη μου. Είναι δύσκολα τα πράματα, αλλά μην φοβάσαι. Θα προσέχω. Σ' άφησα εγώ ποτέ μονάχη σου; Εσύ πρόσεχε το εαυτό σου και το μωρό. Αύριο μεθαύριο θα γυρίσω. Άμα σου λέω αύριο μεθαύριο θα γυρίσω, θα γυρίσω. Περίμενέ με.»
Σε περιμένω. Ποιος φάκελος μπορεί να χωρέσει τις μέρες που σε περιμένω;
ΓΙΟΣ: Μίλησα σε κάποιον. Έναν από αυτούς που ανέβαιναν στις εξέδρες, όταν η μάνα μου και οι άλλοι από κάτω έσμιγαν τη βουβή κραυγή τους με την σιωπή της φωτογραφίας, που καθένας κρατούσε στα χέρια του.
«Ο πατέρας μου δεν ζει», του είπα. Με κοίταξε με ένα ύφος όλο οίκτο και συγκατάβαση. «Πού το ξέρεις;» ήταν η αντίδρασή του. «Είδα το φάκελο του.» Κατάλαβα την απορία και την έκπληξή του. Μια απορία και έκπληξη που μεταδόθηκε σε μένα, όταν ένοιωσα και μια σκιά φόβου να διαπερνά το βλέμμα του. Φοβόταν; Τί; Εμένα;
«Γράφει ο φάκελος ότι είναι νεκρός;» με ρώτησε. Δεν έγραφε κάτι τέτοιο, όμως ήταν φανερό. Ήταν κάτι που ο καθένας μπορούσε να συμπεράνει, αν συναρμολογούσε όλα τα κομμάτια του puzzle. «Πρέπει να το πείτε στη μητέρα μου», του είπα. «Και η ελπίδα;» μου απάντησε. «Η ελπίδα αυτών των ανθρώπων;».
Τους κοίταξα. Δεν μπορούσα εγώ να διακρίνω καμιά ελπίδα. Μια βουβή ανήμπορη απελπισία έβλεπα σε όλους.
«Γιατί;» Τα αναπάντητα γιατί μου μόνο η Αιμιλία τα άκουε. Γιατί; Γιατί; Γιατί δεν λεν την αλήθεια;
ΑΙΜΙΛΙΑ: Κι αν τους πουν πως δεν ζουν οι δικοί τους, θα τους πιστέψουν
ΓΙΟΣ: Είχε δίκαιο. Όταν οι φάκελοι και οι μαρτυρίες αφέθηκαν να τους σκεπάσει η σκόνη της αυταπάτης, ποια λογική μπορεί τώρα να τους ανοίξει τα μάτια.
Ποια αλήθεια μπορεί να κυριαρχήσει στις ψεύτικες αλήθειες τόσων χρόνων.
Πόσοι και πόσοι δεν είχαν πει πως «είδαν» τον πατέρα μου αυτά τα χρόνια. Με πόση πίκρα και αγωνία αρπαζόταν η μάνα μου από κάθε δήθεν πληροφορία. Τον είχαν δει αλυσοδεμένο σε κάτεργα. Τον είχαν δει να δουλεύει σε λατομεία στα βάθη της Ανατολής. Να προσπαθεί με το φοβισμένο βλέμμα του να στείλει σε μας μηνύματα. Τον πάντρεψαν, μάθαμε, με το ζόρι. Με άλλη, ξένη οικογένεια ζει τώρα.
Τόσες και τόσες ψευτιές ειπωμένες μέσα στη σοβαροφάνεια γραφείων και επιτροπών. Ποιά αλήθεια μπορεί τώρα να γίνει πιστευτή αν ειπωθεί από τα ίδια χείλη;
Μόνον ο ίδιος ο πατέρας μου μπορούσε πια να πείσει τη μάνα μου για την κατάστασή του. Μόνο η επιστροφή του πατέρα μου!
Μόλις τέλειωσα τις σπουδές μου, έγινε η συμφωνία και άρχισαν να εντοπίζονται και να ανοίγονται ομαδικοί τάφοι που βρίσκονταν και στις δυο πλευρές. Άγνωστα λείψανα, νεκροί που περίμεναν κάποιον να τους παραλάβει. Δεν δυσκολεύτηκα να πάρω τη δική μου απόφαση. Έπρεπε να αναζητήσω τον πατέρα μου. Εκεί βρισκόταν. Και ο μόνος τρόπος για να αναγνωριστεί ήταν η μέθοδος του DNA, που άρχισε να εφαρμόζεται.
Είπα στη μάνα μου πως αποφάσισα να δώσω αίμα για ταυτοποίηση και εξέταση του DNA. Ίσως ανάμεσα στα άγνωστα λείψανα, που ξέθαβαν από τους τάφους, που άρχισαν να ανοίγονται ένθεν και ένθεν να βρίσκονταν και αυτά του πατέρα μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ψάχνω τον πατέρα σου ανάμεσα στους νεκρούς.
ΓΙΟΣ: Δεν απάντησα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κάνε όπως νομίζεις.
ΓΙΟΣ: Είναι απίθανο να είναι ακόμη κάποιος ζωντανός, πρέπει να το καταλάβουμε. Αυτό λέει η λογική.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιανού η λογική; Ο πατέρας σου είπε πως θα γυρίσει, και θα γυρίσει.
ΓΙΟΣ: «Και αυτός γυρισμός είναι»,
Τα μάτια της γέμισαν απορία και τρόμο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κάνε όπως νομίζεις.
ΓΙΟΣ: Δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό. Δεν της είπα, ούτε πότε πήγα και έδωσα αίμα, ούτε τι διαβήματα έκανα, ούτε τις αρνητικές απαντήσεις που έπαιρνα, όταν ταυτοποιούνταν οστά από διαφόρους τάφους. Τίποτα. Δεν ήθελε να ξέρει, αλλά ούτε εγώ ήθελα να της προσθέσω κι αυτή την αγωνία . Ήταν δική μου απόφαση. Αυτό το δρόμο έπρεπε μόνος μου να τον περπατήσω μέχρι το τέρμα. Η εξέταση του DNA ήταν η μόνη που θα μπορούσε ενδεχομένως να μας δώσει μιαν οριστική απάντηση. Θα την έδινε όμως; Αυτό το ερώτημα με βασάνιζε συνεχώς. Αν τα λείψανα του πατέρα μου δεν βρίσκονταν πουθενά; Οι πληροφορίες για τάφους δεν ήταν πάντα ακριβείς. Ο χρόνος μεγάλωνε τώρα τη δική μου αγωνία. Τον τρόμο που με κυρίευε στη σκέψη, πως ίσως ποτέ να μην μαθαίναμε κάτι. Η βεβαιότητα που μου έδινε μέχρι τώρα η λογική μου αντικαταστάθηκε από τη αμφιβολία της επίσημης επιβεβαίωσης, που όσο περνούσε ο χρόνος φοβόμουν πως μπορεί να μην έρθει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Σαν ανεμόσκαλα μοιάζει. Σαν ελικοειδής ανεμόσκαλα.
Όπως αυτές στης θείας Κατερίνας, στις παλιές πολυκατοικίες. Τις έβλεπα στο πίσω μέρος. Από την κουζίνα μέχρι κάτω. Έξοδος κινδύνου. Διαφυγή σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Πηγαίναμε συχνά, μέρα παρά μέρα σχεδόν. Η μανά μου μ' έπαιρνε.
Ετρεχα πάνω κάτω στα μεταλλικά σκαλιά. Ζαλιζόμουν. Φώναζε η μάνα μου. «Σταμάτα, θα μπλέξεις τα πόδια σου . Θα χάσεις την ισορροπία σου. Πρόσεχε. Θα πέσεις. Θα γκρεμιστείς.»
Σ' άλλες ανεμόσκαλες μπλέκτηκε η ζωή μου. Αλλού γκρεμίστηκα. Πέφτω, συνέχεια πέφτω. Πως να ισορροπήσω; Πως να διαφύγω; Να ξαναγυρίσω θέλω, στην αρχή, στο πρώτο σκαλοπάτι.
Σε ποιες ανεμόσκαλες μπλέχτηκα; Δική μας η πρώτη, μ' αυτήν μ' ανέβασες στους επτά ουρανούς. Δική σου η άλλη, να με γκρεμίζει σε σκοτεινό βάραθρο.
Δυο κάθετοι μεταλλικοί σωλήνες που στριφογυρίζουν σχηματίζουν την πρώτη. Πλάκες λαμαρίνας το κάθε σκαλί. Σκαλιά που ανέβαινα ένα, ένα ακολουθώντας το όνειρό σου.
Μια ατέρμονη αλυσίδα από χημικές ενώσεις η άλλη, που περιστρέφονται ελικοειδώς. Φωσφορικό οξύ και σάκχαρο, σκαλιά από πρωτεϊνικές βάσεις που με οδηγούν στον τελικό χαμό σου.
«Το DNA είναι μία μεγαλομοριακή ένωση που συγκροτείται από αζωτούχες- πρωτεϊνικές βάσεις, φωσφορικό οξύ και σάκχαρο. Η διαμόρφωση των μεγάλων μορίων του DNA έχει τη μορφή δύο επιμηκών αλύσεων, οι οποίες συστρέφονται ελικοειδώς μεταξύ τους. Οι πρωτεϊνικές βάσεις του είναι τέσσερεις: Κυτοσίνη ,Γουανίνη ,Θυμίνη ,Αδενίνη.»
DNA. Δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ. Ποιος τ' ανακάλυψε; Ποιος το εφεύρε;
Τέσσερεις πρωτεϊνικές βάσεις: Κυτοσίνη, Γουανίνη, Θυμίνη, Αδενίνη. Αυτές περίμενα τόσα χρόνια; Αυτές ταξίδευαν, περιστρεφόμενες στο άγνωστο για να φτάσουν κοντά μου; Αυτές παρακαλούσα να γυρίσουν; Αυτές θα ρωτήσω τώρα «Πεινάς;»
Ούτε αυτή δεν είναι σαν όλες τις άλλες σκάλες. Ολάνοιχτα τα μάτια μου δεν είδαν την αλήθεια. Κλειστά τώρα ποια αλήθεια να νιώσω; Μετράω τα σκαλιά, δεν έχουν τέλος. Δεν κατεβαίνω ένα, ένα τα σκαλιά. Σαν ρουφήχτρα σ' ένα πέλαγο με καταπίνει. Ανεμοστρόβιλος είναι που με ανεβοκατεβάζει. Ποιο χέρι να κρατώ; Ποια είν' η κουπαστή για να την ακουμπήσω; Μετράω τα σκαλιά. Σε κάθε της σκαλί ματώνω. Σε ποιο σκαλί της θα σκύψεις να με σηκώσεις;
Η αλληλουχία των πρωτεϊνικών βάσεων σε τριάδες και οι μυριάδες των μικρών και μεγάλων διαφοροποιήσεων στην αλληλουχία αυτή καθορίζουν τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου. Η ανάλυση της αλληλουχίας αυτής, που μεταβιβάζεται γενετικά από το ένα άτομο στο άλλο, αποτελούν μιαν υψηλής πιστότητας μέθοδο διακρίβωσης οικογενειακής συγγένειας.»
Δεν θέλω εγώ αυτές τις αναλύσεις σας. Δεν θέλω εγώ αυτή τη διακρίβωσή σας. Δεν θέλω ένα μάτσο κόκαλα να μου κτυπήσουν την πόρτα. Τι να αγκαλιάσω; Τι να φιλήσω; Τα οστά σου; Αυτά θα με σφίξουν, αυτά θα με σηκώσουν ψηλά;
DNA. Αυτό θα καθορίσει ποιος είσαι; Ξέρει αυτό τη ζωή που ζήσαμε; Που ξέρει αυτό τη ζωή που καρτερώ; Τι είναι το DNA; Φλιτζάνι του καφέ; Γραμμή στην ανοιχτή παλάμη μου; Μια τράπουλα που ανακατεύει τη ζωή μου;
Δεν θα διακριβώσουν οι κυτοσίνες, και οι θυμίνες την ταυτότητά σου. Δεν θα καθορίσουν η γουανίνη και η αδενίνη το δικό μου άνθρωπο.
Εγώ, εγώ κι αγνώριστο θα τον αναγνωρίσω στο γυρισμό του.
Σε ποιαν αλληλουχία μπορείτε εσείς να δείτε το χαμόγελό του; Σε ποια σειρά τοποθετείτε τις πρωτεϊνικές βάσεις για να φτιάξετε το χάδι τους. Σε ποιο σκαλί σας υπάρχει η αγάπη του; Ποια δομή θα εκφράσει τον έρωτά του;
Σε κανενός το αίμα δεν θα βρείτε τη μοναδικότητά του. Στο δικό μου αίμα ψάξτε. Εδώ ρίζωσε, εδώ στοίχειωσε. Σάρκα έχω γίνει από τη σάρκα του. Μέσα μου τον κουβαλώ και θα τον κουβαλώ ζωντανό. Ολοζώντανο. Μόνο εγώ. Για πάντα.
( Η μάνα φεύγει)
ΓΙΟΣ: Κάποτε ήρθε η απάντηση που καρτερούσα. Σε έναν ομαδικό τάφο στον Πενταδάκτυλο βρέθηκαν και ταυτοποιήθηκαν τα οστά του πατέρα μου. Ο πρώτος άνθρωπος που μίλησα ήταν η Αιμιλία.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Η μάνα σου;
ΓΙΟΣ: Δεν ήξερα πως να της το πω. Δεν τολμούσα τώρα να της το πω. Ένοιωθα ενοχές. Η ικανοποίηση και η λύτρωση που ανέμενα, δεν ήρθε. Επιβεβαιώθηκε ότι ο πατέρας δεν ζούσε. Τα υπόλοιπα όμως; Πως έγινε; Πως σκοτώθηκε; Ποιοι τον σκότωσαν. Ποιες ήταν οι συνθήκες, ποιοι οι ένοχοι, ποιος θα πληρώσει;
ΑΙΜΙΛΙΑ: Αυτά τα ξέρεις, όμως ποτέ δεν θα μπορέσεις να τα επιβεβαιώσεις. Δεν υπάρχει DNA γι αυτά.
ΓΙΟΣ: Την Αιμιλία αγκάλιασε πρώτα η μάνα μου, όταν σε λίγη ώρα πήγαμε μαζί και της είπαμε όσο πιο απλά και ψύχραιμα μπορούσαμε «Βρέθηκαν τα οστά του πατέρα». Την αγκάλιασε και της είπε,
ΓΥΝΑΙΚΑ: Σε ευχαριστώ κόρη μου.
ΓΙΟΣ: Ύστερα έσφιξε εμένα στην αγκαλιά της κι άφησε τον εαυτό της να κλάψει όσο δεν είχε κλάψει αυτά τα χρόνια.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Έπρεπε να γίνει., Έπρεπε να γίνει. Τελείωσε τώρα.
ΓΙΟΣ: Ποτέ δεν κατάλαβα, αν αυτά τα λόγια ήταν ερώτηση ή αποδοχή.
Στο Ανθρωπολογικό Ινστιτούτο δεν θέλησε να πάει. Πήγα με την Αιμιλία. Ήμουν ψύχραιμος σε όλη τη διαδρομή. Στον προθάλαμο μας εξήγησαν ακόμη μια φορά με κάθε λεπτομέρεια που και πως βρήκαν τον πατέρα μου. Μετά μας είπαν πως μπορούμε να περάσουμε μέσα.
Στη πόρτα της αίθουσα όμως κοντοστάθηκα λίγο. Δείλιασα. Η Αιμιλία μου έσφιξε το χέρι. Μπήκα μέσα. Τα οστά του ήταν ακουμπισμένα σε ένα τραπέζι. Τακτοποιημένα όπως ένας άνθρωπος που κοιμάται. Γύρω, γύρω υπήρχαν εικόνες και αναμμένα καντήλια. Έμοιαζε σαν μικρό εκκλησάκι. Δίπλα από το τραπέζι ένα κιβώτιο με τα λιγοστά δικά του πράγματα. Και επάνω μια ταμπελίτσα με το όνομά του και την ηλικία του. Τριάντα τριών χρόνων. Τον ξανακοίταξα. Ο άνθρωπος που γύρισε, που ήταν ξαπλωμένος εκεί στο τραπέζι και τον αντίκριζα για πρώτη φορά, είχε ηλικία μικρότερη από τη δική μου. Ήταν πραγματικά ο γονιός μου;
Πλησίασα και κοίταζα το σύμπλεγμα των οστών, προσπαθώντας να δω σε αυτά τον πατέρα μου όπως τον ήξερα από τις φωτογραφίες. Τον κοιτούσα αρκετή ώρα. Ακούμπησα τα δάκτυλα μου στα οστά των δακτύλων του φοβισμένος.
«Σκοτώθηκε από σφαίρα», μας είπε ο υπεύθυνος που μας συνόδευε.
Ένοιωσα τα χέρια της Αιμιλίας να μ' αγκαλιάζουν, όταν άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου.
Χάιδεψα ολόκληρό του το χέρι. Δεν είχε την κρυάδα του θανάτου. Μια απαλή σκληράδα ανταπόδωσε το χάδι μου. Κοίταξα το κρανίο του. Μια μεγάλη τρύπα έχασκε στον δεξί κρόταφό του. Κοίταξα τον υπεύθυνο με απορία. Χαμήλωσε τα μάτια. «Θα σας αφήσω λίγο μόνους», μας είπε και έφυγε διακριτικά. Ίσιωσα τα λιγοστά μαλλιά που υπήρχαν ακόμη στο κεφάλι του. Του χαμογέλασα. Ο πατέρας μου γελούσε. Στο κρανίο του υπήρχε αποτυπωμένη μια γκριμάτσα γέλιου. Το χαμόγελο της φωτογραφίας του μετατράπηκε σε ένα πλατύ, ανεξήγητο γέλιο.
Ακούμπησα τα δάκτυλά μου στα δόντια του. Ήταν κατάλευκα. Η σχισμάδα ανάμεσα στα δυο μπροστινά δόντια δεν ήταν σκοτεινή. Από μέσα της αντανακλούσε το φώς από τα καντήλια.
Γεια σου, πατέρα, του είπα, και προσκύνησα το πελώριο μέτωπό του.
(Η μάνα μπαίνει. Φοράει μαύρα ρούχα. Βάζει τη φωτογραφία στη μέση της σκηνής. Ένα μακρόστενο φως τη φωτίζει. Κάθεται σε μια καρέκλα στο αριστερό μέρος της σκηνής. Ο γιος όρθιος δίπλα της με το χέρι του ακουμπισμένο στον ώμο της. Δίπλα του η Αιμιλία.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μακαρία η οδός, η πορεύεις σήμερον. Άμωμος εσύ εν οδώ.
Κεκοιμημένη δούλη εγώ σε μακαρία οδό πορεύτηκα.
Που είναι ο τόπος ο φωτεινός, ο χλοερός να αποδράσει η οδύνη μου; Σε ποια ζωή ατελεύτητη να διώξω τη λύπη και το στεναγμό μου.
Είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον, τις εστί...; τις εστί ο δίκαιος και τις ο αμαρτωλός; Τις εστί ο δίκαιος και τις ο αμαρτωλός, Κύριε;
Αφεσιν των αυτού αμαρτιών αιτησώμεθα, Κύριε. Αυτών; Αφεσιν και των αυτών αμαρτιών αιτησώμεθα, Κύριε;
Υπέρ του συγχωρηθήναι και αυτών παν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον δεηθώμεν, Κύριε;
Παν αμάρτημα το παρ' αυτών πραχθέν συγχωρήσω, Κύριε; Παρορούσα αυτών πάντα τα εγκλήματα, Κύριε;
Χους εί και εις χουν απελεύτειται. Χους, χους. Που είναι το χώμα του. Δώστε μου το. Και αυτό δώστε μου. Με αίμα πηλό να πλάσω. Εγώ να φτιάξω ξανά μπράτσα γερά, στήθη πλατειά και χείλια να δώσω το στερνό φιλί , τον τελευταίο ασπασμό να λάβω.
Ποιος Κύριε θ' αναπαύσει τη ψυχή μου; Η Δικαιοσύνη μου, Κύριε... Η Δικαιοσύνη μου, Κύριε...
Μακαρία η οδός, η πορεύω σήμερα;
ΦΩΝΗ (OFF): Αθάνατε Ήρωα μας,
Είμαστε σήμερα όλοι εδώ για να σου πούμε ότι, νοιώθουμε περήφανοι για τον ηρωικό σου θάνατο.
Έπεσες στις επάλξεις του καθήκοντος.
Η κηδεία των λειψάνων σου βάζει ένα τέλος στο μαρτύριο της προσμονής και της αβεβαιότητας.
Είμαστε εδώ για να σου πούμε το στερνό αντίο και γονατιστοί να σου αποδώσουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής για το μεγαλείο του χαμού σου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εμένα... Εμένα ποιος... Ποιος θα μου δώσει εμένα πίσω τα χαμένα μου χρόνια;